Το κλάμα των γυναικών δεν είναι απλά εκφραστική και στιγμιαία διαδικασία και πρακτική, αλλά έχει παρεμβατική δύναμη στη δημόσια ζωή. Ο διάλογος είναι ελληνική πολιτισμική φόρμα. Είτε αναφερόμαστε στον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, είτε στους Τραγικούς ποιητές, για διάλογο μιλάμε. Σε αντίθεση με τον Σωκρατικό-Πλατωνικό διάλογο, η αρχαία ελληνική τραγωδία προτάσσει την παραστασιακή διαλογική. Η τραγωδία δεν είναι ένα μονολογικό έργο, δεν αναφέρεται σε συνομιλία μεταξύ ίσων, είναι μια ανάκριση της Πόλης, είναι κριτική που συμβαίνει στον δημόσιο χώρο και αποτελεί συλλογική και συμμετοχική διαδικασία.
Στη σύγχρονη ιστορία μας, την παραστασιακή διαλογική συναντάμε στη Μανιάτικη θρηνωδία των γυναικών. Η διαλογική στη Μάνη είναι επίσης τεχνική ιστορικοποίησης και ενθύμησης. Τείνουμε να θεωρούμε την μνήμη σαν άκαμπτη και περιοριστική, αλλά στην περίπτωση της μανιάτικης κουλτούρας, η αισθητήρια και έμφυτη μνήμη παρείχε τον θεμέλιο λίθο για την αυτοσχέδια ποίηση, το υπέρτατο παράδειγμα της ελευθερίας της έκφρασης.
Κι ενώ οι γυναίκες στον Σωκρατικό - Πλατωνικό διάλογο και στην αρχαία τραγωδία, είτε εξαιρούνται, είτε μετέχουν μόνο δια λόγου ανδρών (οι συγγραφείς της τραγωδίας είναι άνδρες και άνδρες υποδύονται τους γυναικείους ρόλους), στην Μανιάτικη θρηνωδία, συγγραφείς του ποιητικού, ιστορικοποιού λόγου των γυναικών είναι οι ίδιες οι γυναίκες.
Καθώς λοιπόν σήμερα πολλά συζητιούνται για την ύπαρξη ή ανυπαρξία παραδειγμάτων «γυναικείας γραφής» και γυναικείας λήψης αποφάσεων, η ιστορία δίπλα μας χαμογελά.
Τις έβλεπα να κινούνται διακριτικά και γρήγορα μέσα στους πύργους τους και στα στενά δρομάκια ανάμεσα στους πύργους. Να περπατούν τοίχο - τοίχο και ν' αποφεύγουν δημόσιους χώρους που ορίζονταν ως αρσενικοί. Να αναδύονται από τις χαμηλές εισόδους και εξόδους των πυργόσπιτών τους, κάτω από ένα βαρύ φόρτωμα ξύλων ή νερού που κουβαλούσαν στις πλάτες τους, μόνο και μόνο για να σκύψουν ξανά πάνω σε ένα βραχώδες έδαφος κατά τη διάρκεια γεωργικής εργασίας, πάνω από έναν ανοιχτό ή κλειστό τάφο στο νεκροταφείο, πάνω από την προστατευμένη στέρνα στον πάτο των πύργων τους. Σαν ερχόταν ο «ψίθυρος» του θανάτου, αυτές οι σκυφτές γυναίκες, πλάσματα των απόμερων σοκακιών, σηκώνονταν ορθές. Τέντωναν το πανωκόρμι τους και έριχναν πίσω το κεφάλι, χτυπώντας τα στήθη τους με θυμό, γδέρνοντας τα πρόσωπά τους, σκούζοντας. Τότε ήταν που έβλεπε κανείς τις Μανιάτισσες σε όλο τους το ύψος.
...Α, ρε Θεέ από ψηλά
που δε σε φτάνει ούτε γράς [όπλο]
Δε κατεβαίνεις χαμηλά
να πούμε δικαιώματα;
Τα πλέα τα 'χομε εμείς
πο 'μείναμε χωρίς παιδί...
Κέντρο και Περιφέρεια
Το μάζεμα για το θρήνο ή το κλάμα, όπως λέγεται η τελετουργία του θανάτου στη Μάνη, γίνεται στο σπίτι του νεκρού ή, όταν οι συνθήκες το απαιτούν, στην πλατεία ή την τοπική εκκλησία. Αν ο θάνατος στη Μάνη θέτει πράγματα, ανθρώπους και σύμβολα σε κίνηση, και η πρώτη του αναγγελία, με κραυγές ή με την καμπάνα της εκκλησίας, φέρνει τους ανθρώπους στον δρόμο - είτε είναι σοκάκι του χωριού, είτε δρόμος που συνδέει χωριό με χωριό ή πόλη με χωριό -, η κίνηση του μαζέματος υποδηλώνει την επιστροφή των σκόρπιων στοιχείων του γένους σε ένα τοπογραφικό κέντρο που εγγράφεται από το γεγονός του θανάτου.
Το νεκρό σώμα είναι το κέντρο όπου οι θρηνούσες εδραιώνουν επίσημα τη σχέση βιωμένης κοινής ουσίας με τον νεκρό και μεταξύ τους: «Εμείς εμεγαλώσαμε / μ' ένα νερό μ' ένα φαΐ», όπως δηλώνει η θρηνωδός - μοιρολογίστρα, η οποία δημιουργεί το κέντρο με τη φυσική της παρουσία, πλάθοντας το σώμα της με νεύματα, χάδια και αυτοσχέδιους λόγους γύρω από τον χώρο του πτώματος, σαν να απευθύνεται σε κάποιον που κοιμάται.
Έτσι εσωτερικοποιεί τον νεκρό ως στοιχείο του έξω. Στην εσωτερικοποίηση του θανάτου βρίσκουμε τη λογική της γεωργικής εσωτερικοποίησης: «Τα θέρισε τ' αλώνισε / και τάκαμε ένα σωρό / στη μεσαρία τ' αλωνιού». Εδώ η θρηνωδός τονίζει την κοινωνική αξία της γυναικείας εργασίας που ενσαρκώνεται στη μεταφορά σκόρπιων στοιχείων (συλλογή σιτηρών) σε ένα κεντρικό μέρος (μέσα στον κυκλικό χώρο του αλωνιού).
Με τη δημιουργία ενός κέντρου γύρω από το πτώμα, οι γυναίκες δεν αποπειρώνται να φέρουν τον θάνατο μέσα στην κοινωνική τάξη, να τον εξημερώσουν, αλλά μάλλον να εγκαταλείψουν ένα πρότερο περιθώριο και να δημιουργήσουν έναν νέο περιφραγμένο χώρο, όπου οι ζωντανοί (οι γυναίκες) και οι νεκροί να συνυπάρχουν. Έναν χώρο δηλαδή παραβατικό καθώς συνιστά μια τοπολογική ανωμαλία - δεν είναι αποκλειστικός χώρος ούτε των ζωντανών ούτε των νεκρών. Κι ο θάνατος είναι μιασματικός όταν οι νεκροί ανακατεύονται με τους ζωντανούς. Οι γυναίκες γνωρίζουν καλά τη δύναμη ενός τέτοιου τελετουργικού χώρου.
Οι άνδρες δεν ανακατεύονται με τους νεκρούς. Συγκεντρώνονται σε μικρές, σκόρπιες ομάδες έξω από το σπίτι ή την εκκλησία όπου γίνεται το κλάμα δημιουργώντας έναν κοινωνικό χώρο ανάλογο με το καφενείο. Ακόμα κι όταν μπαίνουν στην τελετουργία για να υποβάλουν τα σέβη τους στο νεκρό, δεν επιδεικνύουν καμία σχέση με το κέντρο της. Μπαίνουν και φεύγουν με μια «αξιοπρεπή» αυτοσυγκράτηση. Δεν υπάρχει αλληλεπίδραση με τις θρηνούσες. Υπάρχουν διχοτομίες των αισθήσεων και του σώματος που οργανώνουν τις σχέσεις των φύλων προς τους νεκρούς.
Αντιφώνηση
Η τελετουργία του θανάτου, το Κλάμα, στη Μάνη ήταν ο κεντρικός τόπος για την παραγωγή και αναπαραγωγή λόγου, για την διαλογική έκφραση των αντιπαρατιθέμενων απόψεων και της σύγκρουσης, και για την κατασκευή προφορικής ιστορίας. Το Κλάμα των γυναικών δεν είναι απλά εκφραστική και στιγμιαία διαδικασία και πρακτική, αλλά έχει παρεμβατική δύναμη στην δημόσια ζωή. Είναι ο τόπος στον οποίο νομιμοποιείται ο λόγος. Και τον λόγο εκεί, οκτασύλλαβο, αυτοσχέδιο ποιητικό λόγο, τον έχουν οι γυναίκες. Η διαλογική τεχνική για την παραγωγή, απομνημόνευση και διάδοση του λόγου ως προφορική ιστορία είναι η αντιφώνηση.
Στα Ελληνικά, η ιδέα τής αντιφώνησης έχει μια κοινωνική και νομική έννοια πέρα από τις αισθητικές, μουσικές και δραματουργικές της χρήσεις. Η αντιφώνηση μπορεί να αναφέρεται στη συγκρότηση συμβασιακής ομοφωνίας, τη δημιουργία μιας συμφωνίας από αντιθετικές φωνές. Υποδηλώνει επίσης ηχώ, απόκριση και εγγύηση. Στα ελληνικά η πρόθεση αντί δεν παραπέμπει (όπως στα αγγλικά) μόνο στην αντίθεση και τον ανταγωνισμό, αλλά επίσης στην ισοδυναμία, αμοιβαιότητα, εκπροσώπηση. Αυτά τα νοήματα είναι βαθιά ριζωμένα στο λεξιλόγιο των μοιρολογιών.
Οι θρηνούσες στα μοιρολόγια τους υποστηρίζουν ότι «βγαίνουν αντιπρόσωποι» του νεκρού. Μια σχετική και συγκινησιακά φορτισμένη φράση είναι «να τηνε μαρτυρήσομε». Με τη μορφή ερωτηματικών εκκλήσεων προς τα μέλη του χορού να πλησιάσουν κοντά, να συνάψουν και να συγκροτήσουν αντιφωνικές σχέσεις μαζί της και με το νεκρό, η κορυφαία μονωδός επιχειρεί να ενσωματώσει τον χορό σαν συλλογικό μάρτυρα της κοινής της ουσίας με τον νεκρό αλλά και σαν μάρτυρα της αλήθειας του λόγου της:
... Κι απάνω που ανέβηκα
είπα του Γιαννάκη ζου
Δε θε να πούμε τίποτα
να τηνε μαρτυρήσομε;
Με ειρωνικό τόνο εδώ επισημαίνει ότι ο σύζυγος της νεκρής, ο Γιαννάκης, ο οποίος ξαναπαντρεύτηκε αμέσως, επιδίωξε να διαγράψει τη νεκρή αποσιωπώντας τις μοιρολογίστρες της. Με τη σειρά του καταδικάζεται στη σιωπή από έναν λόγο που διατυπώνεται από τον θηλυκό χώρο. Ο σύζυγος δεν θα αποκρινόταν φωνητικά σε αυτόν το χώρο. Η σιωπή του είναι η αντιφωνική ολοκλήρωση του θρηνητικού λόγου.
...Ε, Αλογάκο, έλα κοντά
να ζε τα λέου
να τ' αγροικάς
αλήθεια λέου νη ψέματα;
Κι εδώ η θρηνωδός γνωρίζει καλά ότι ο εξ αγχιστείας συγγενής που καλεί δεν θα διασχίσει τα γυναικεία σύνορα της τελετουργίας. Έτσι η έκκληση για επικύρωση απευθύνεται επίσης στον χορό των γυναικών, η εδραίωση του λόγου της μέσω διαλογικής παράστασης. Το άκουσμα στην αντιφωνική σχέση δεν είναι εξωτερικό προς τον λόγο. Το άκουσμα είναι η αναπαραγωγή του λόγου του άλλου. Μέσα από το άκουσμα του χορού, ο λόγος διασπείρεται στο υπόλοιπο της κοινωνίας. Η απουσία του ακούσματος ισοδυναμεί με τον «σιωπηλό» θάνατο, που είναι ο κακός θάνατος στη Μάνη. Ο «σιωπηλός» θάνατος είναι επίσης ο κοινωνικός θάνατος της μοιρολογίστρας που δεν έχει μάρτυρα.
Οι ισχυρισμοί αλήθειας που προέρχονται από την τελετουργία εξαρτώνται, όχι μόνο από την νομική δύναμη της αντιφωνικής επιβεβαίωσης αλλά κι από την συναισθηματική δύναμη του πόνου. Ο διαλεγόμενος πόνος και ο παραπονεμένος λόγος συνιστούν την αλήθεια. Δηλώνοντας ότι δεν μπορούν να τραγουδήσουν σωστά τα μοιρολόγια χωρίς τη «βοήθεια» άλλων, οι Μανιάτισσες αποκαλύπτουν ότι ο πόνος, για να καταστεί έγκυρος, πρέπει να συγκροτηθεί κοινωνικά σε αντιφωνικές σχέσεις. Όταν ακούει κανείς ένα αυτοσχέδιο μοιρολόι, δεν ακούει απλώς ένα άτομο να τραγουδά, αλλά μια συλλογικότητα να εκφράζεται φωνητικά.
Ο μόνος τρόπος με τον οποίο ένας «ξένος» μπορεί να μπει στον θηλυκό χώρο του θανάτου και των δι-αισθήσεων είναι να μπει ως μέλος του χορού, ως μάρτυρας με συμβασιακές υποχρεώσεις. Για τις Μανιάτισσες, ο ξένος, εθνογράφος ή άλλος, που γίνεται αποδεκτός μπορεί να λειτουργήσει ως μια ακόμη αρμονική φωνή για να διευκολύνει τη συγκρότηση και τη διασπορά της κοινωνικής μνήμης.
Καθήσαμε στη μέση του παλιού πύργου, με κέρασε γλυκό και είπε:
Αφού είσαι δικό μας παιδί, θα σου πω κανα-δυο μοιρολόγια που θες, αρκεί να με «βοηθείς». Ένιωσα τα χέρια μου να παγώνουν καθώς δεν μου άφησε χώρο να αντιδράσω. Ξεκίνησε εναλλάσσοντας πεζό λόγο και ποίηση. Συνέχισε να μοιρολογεί ήσυχα κοιτάζοντάς με διαπεραστικό βλέμμα, ώσπου τα χείλη μου άρχισαν να κινούνται. Οι κινήσεις του σώματος και του κεφαλιού της με παρότρυναν να ακολουθήσω, κι όσο έμπαινα στον ρυθμό της το μοιρολόγισμά της δυνάμωνε. Σε στιγμές κλειδιά του μοιρολογιού επιζητούσε με πόνο στο βλέμμα το νεύμα μου, το δυνάμωμα της φωνής μου, οδηγώντας με να γευτώ τον πόνο της, μέχρι που αναλύθηκα σε δάκρυα.
Δεν υπάρχουν στη Μέσα Μάνη επαγγελματίες, αμειβόμενες μοιρολογίστρες, όπως στην αρχαία Ελλάδα. Δάκρυα χυμένα χωρίς κοινή ιστορία αμοιβαιότητας είναι ύλη εκτός τόπου.
Ιστορία Γένους Θηλυκού
Δύο ήταν οι θεσμοί στη Μάνη που αναλάμβαναν εκείνες τις πολιτικές - νομικές λειτουργίες που σήμερα αναλαμβάνει το κράτος: η γεροντική, το συμβούλιο των ανδρών, και το κλάμα, η θρηνητική τελετουργία των γυναικών.
... Καλώς τον Μιχαλάκο μου
γέροντα του Κατωπαγγιούτι
θες που ήρθες στην Οχιά [χωριό]
που η Σούρδαινα είναι κακιά
[η θρηνούσα]και τις γεροντικές χαλά;
Το κλάμα μπορούσε να ενισχύσει όσο και να αμφισβητήσει τις αποφάσεις της γεροντικής, μπορούσε και να επιβάλλει αποφάσεις στην γεροντική επικαλώντας συλλογικές ηθικές υποχρεώσεις, όπως την εκπλήρωση της ηθικής του κώδικα αντεκδίκησης. Μπορούσε να αναμορφώσει και την ιστορία:
... Εγώ ειμ' η Βέργα τ΄Αλμυρούκι
όσα με βρούσι τα μπορού
τ΄ εχου κοιλιά τη πιθαρός
κι όλα τα κάνω χαραμπότα
ρίχνου και στη θάλασσα...
Η Βέργα και ο Αλμυρός είναι οι τοποθεσίες που έγινε η περίφημη μάχη μεταξύ των μανιάτικων γενών και του εισβολέα εχθρικού στρατού κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Στην επίσημη ιστορία η μάχη του Αλμυρού εξυμνείται ως ανδρική νίκη, οι γυναίκες απλώς βοήθησαν, πολεμώντας με τα δρεπάνια τους στον Δυρό για να εμποδίσουν ένα δεύτερο στρατό να κατακτήσει την Μέσα Μάνη όσο οι άνδρες πολεμούσαν στη Βέργα. Οι παραπάνω στίχοι ενός σύγχρονου μοιρολογιού αναμορφώνουν τη μάχη ως γυναικεία ιστορία.
Με τον πρώτο στίχο η θρηνωδός γίνεται, όχι απλώς η μάχη, αλλά ο τόπος που έγινε η μάχη. Γίνεται η Βέργα του Αλμυρού. Οι άνδρες καταλαμβάνουν τόπους, οι γυναίκες γίνονται χώροι. Κατανοεί το συγκεκριμένο γεγονός και τόπο μέσω του σώματός της, και με τον δεύτερο στίχο δηλώνει πως οποιαδήποτε βία και κακό κι αν την προσβάλει, αυτή θα εν-σωματώσει, θα συγκρατήσει και θα καταβροχθίσει τη συμφορά με τον ίδιο τρόπο που οι Μανιάτες «καταβρόχθισαν» τον εχθρικό στρατό. Σαν λεβέντισσα, παραμένει στητή ανάμεσα σε όλα τα σώματα που έχουν πέσει.
Στη μανιάτικη μνήμη αυτή η μάχη είναι ένα γεγονός παγκόσμιων αναλογιών. Το μοιρολόι μας δίνει άμεσα κοσμολογικές διαστάσεις. Η μεταφορά της κοιλιάς, της εσωτερικότητας των γυναικών στον τρίτο στίχο, γεννά τον κόσμο και την ιστορία ως γένους θηλυκού. Το συνεχές της ιστορικής καταστροφής γίνεται έτσι κατανοητό μέσα από μια μεταφορά κατάποσης, βρώσης και βίαιης εσωτερικοποίησης. Η ιστορικοποίηση ως προφορική πρακτική αντιγράφει αυτή τη διαδικασία της κοσμικής κατάποσης. Το γυναικείο σώμα, σαν την «ανοιχτή γη» (χαραμπό) και τον ίδιο τον Κόσμο, είναι το υπέρτατο δοχείο αποθήκευσης (πιθάρι) και μνήμης.
Ο Κόσμος ποτέ δεν επιτυγχάνει πλήρη παρουσία. Εμφανίζεται πάντα μέσα από αποσπάσματα, από την ατομική εσωτερικότητα της κάθε γυναίκας. Το μάζεμα των γυναικών στις θρηνητικές παραστάσεις είναι η συναρμολόγηση των θραυσμάτων αυτών του παγκόσμιου. Οι θρηνητικές παραστάσεις, η προφορική ιστορία, το μάντεμα, ο λόγος και οι σωματικές πρακτικές των γυναικών είναι η αναπαράσταση των ανταλλαγών μεταξύ του αποσπασμένου μέρους (της γυναικείας εσωτερικότητας) και του όλου (της κοσμολογικής εσωτερικότητας). Οι γυναίκες μεταφράζουν την ατομική εμπειρία σε κοσμολογική γενικότητα και επιστρέφουν την κοσμολογική συνολικότητα στο ειδικό. Αυτή είναι η πολιτισμική δύναμη των Μανιατισσών.
Στη γυναικεία ποιητική, ο σύνδεσμος ανάμεσα στην ιστορική καταστροφή και την κοσμολογική κατάποση φανερώνει μια συνειδητότητα της εξαφάνισης της ίδιας της μανιάτικης πραγματικότητας. Για τις γυναίκες εκείνες που είναι οι αρχειοφύλακες της κοσμολογικής διαδικασίας, η ιστορική οριστικότητα παραμένει ενσωματωμένη στην ποιητική τους και γραμμένη στα σώματά τους.
Νάντια Σερεμετάκη ΤΑ ΝΕΑ (08-07-2000).
Μανιάτικο μοιρολόι για τον θάνατο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Σκύψετε όρη και βουνά για να ξανοίξου το Μωρηά
να ιδού και την Τροπολιτσά αν κλαίει κι’ αν μοιρολογά .
Ακούστε κάστρα του Μωρηά και φρούρια της Λευτεριάς
Εσήμερα αναχωρά ο αρχηγός της κλεφτουριάς.
Σήμερα φεύγει ο στρατηγός ο Γέρως ο ηρωικός
του Δράμαλη ο νικητής και του ραγιά ο λυτρωτής.
Κολοκοτρώνη Θοδωρή – ατρόμητε πολεμιστή
τα χρόνια ζε κιοτέψασι στο Χάρο ζε προδώσασι.
Μία βολά κι’ ένα καιρό ήσου λιοντάρι φτερωτό
ζ ‘ έτρεμε η Αρβανιτιά και του Σουλτάνου η τουρκιά.
Στους κλέφτες ήσουν αρχηγός, στους Μωραϊτες στρατηγός,
και έδωνες διαταγές στις φάλαγγες – στους μαχητές.
Εσένα βοήθησ’ ο Θεός να λευτερώσης το Λαό
το Έθνος το Ελληνικό , το γένος το Ιστορικό!
Άκουσο Γέρω του Μωρηά τη Μάνη που μοιρολογά :
«του Ταυγέτου τα βουνά και του Ταινάρου τα χωριά»
Σκούζουσι άγρια τη φωνή , για να ξυπνήσουν οι νεκροί,
να τρέξουσι κι’ οι σταυραητοί το φέρετρο να πιάσουσι.
Κολοκοτρώνη Θωδωρή – στον Άδη που θα κατέβης
πάλι θε νάσαι στρατηγός και των ηρώων αρχηγός !»
Σημείωση : Ο Θ. Κολοκοτρώνης είχε εκπαιδευθεί στην Μάνη, όπου είχε καταφύγει διωκόμενος και ο πατέρας του Κων. Κολοκοτρώνης.