Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Ο H. S. Chamberlain για τον R. Wagner


Πόσο μάταιες και ανιαρές μας φαίνονται όλες οι συστηματοποιημένες κριτικές και συγκριτικές μελέτες μόλις βρεθούμε εμπρός σ ‘ ένα ζωντανό αριστούργημα! Κατά πόσο ένα έργο τέχνης μπορεί να εκτιμηθεί οριστικά και να αποτελέσει ένα τελειωτικό υπόδειγμα του είδους; Μήπως ο Σαίξπηρ σημειώνει καμμιά πρόοδο από την εποχή του Σοφοκλέους στην Τραγωδία; Και ο Βάγκνερ από την εποχή του Σαίξπηρ; Ποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι παρόμοιες ερωτήσεις δεν έχουν ούτε αξία, ούτε σημασία πλέον. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες , οι αληθινές μεγαλοφυΐες δίνουν ο ένας στον άλλον το χέρι, επάνω από τους αιώνες, και αποτελούν μία και μόνο οικογένεια. Διότι η ουσία αυτή της μεγαλοφυΐας, συνίσταται εις την πλήρη και ισοδύναμη ισοτιμία μίας ευαισθησίας απολύτως εξαιρετικής , και της παντοδυνάμου κυριαρχίας όλων των μέσων της εξωτερικεύσεώς της. Από το διπλούν αυτό χάρισμα γεννώνται τα έργα που ονομάζουμε «τέλεια». Και είναι τέλεια, όχι επειδή πλησιάζουν το θεωρητικώς  «απόλυτα ωραίο» , αλλά γιατί σ ‘ αυτά υπάρχει μία τέλεια αρμονία μεταξύ του σκοπού και του έργου, μεταξύ της συγκινήσεως και της εκφράσεως.
Ο Σοπενχάουερ έδωσε τον καλλίτερο ορισμό της μεγαλοφυούς τέχνης: «Παντού, σε όλα, φθάνει τον σκοπό που επιδιώκει». Ενώ ο Καρλάϋλ μας αναγκάζει ν’ αναγνωρίσουμε στην μεγαλοφυΐα, ένα εντελώς διαφορετικό υπόδειγμα της ανθρωπότητος , ο Βάγκνερ μας υποβάλλει μιαν άλλη, πλέον παρηγορητική ιδέα περί μεγαλοφυΐας.  Θεωρεί τον μεγάλο δημιουργικό καλλιτέχνη ως τον αντιπρόσωπο της ενεργού δημιουργικότητος η οποία ενυπάρχει σε όλο το ανθρώπινο γένος. Η δημιουργικότητα αυτή θα εξεδηλούτο στην παγκόσμια της εξέλιξη με μίαν αφάνταστη δύναμη και σφραγίδα , αν η ανθρώπινη κοινωνία ήταν επί άλλων βάσεων συγκροτημένη. Γι ΄ αυτό τώρα , με το παρόν καθεστώς , δεν είναι δυνατόν να παραγάγει παρά μόνο ατομικές απομονωμένες εκδηλώσεις. Και αυτές αποτελούν τα εξαιρετικά και ασύγκριτα έργα τέχνης, τα οποία μόνον ως μεγάλα φυσικά φαινόμενα πρέπει να καταλογισθούν.
Η κριτική χάνει κάθε δικαίωμά της επάνω σ’ αυτά τα έργα. Της λείπουν όλα τα κριτήρια στοιχεία διά μία συγκριτική κρίση , και δεν έχει επομένως το δικαίωμα να παρακινδυνεύσει ούτε τον έπαινο ούτε τον ψόγο. «Μόνον με την μεγαλοφυΐα μας δίνει η Φύση τους κανόνες της Τέχνης» μας λέγει ο Κάντ. Μόνον εις τα έργα της μεγαλοφυΐας επομένως, θα διδαχθούμε τους νόμους επάνω στους οποίους στηρίζεται η δημιουργία τους. Και το αξίωμα αυτό περισσότερο από κάθε άλλο μεγαλοφυή δημιουργό, ισχύει για τον Ριχάρδο Βάγκνερ.
Δεν είναι δυνατόν ν΄ ατενίσουμε τα έργα του παρά ως αποκαλύψεις. Κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να εμβαθύνει στο μυστήριό τους. Περισσότερο αυτά , από οποιαδήποτε άλλα έργα , διατρέχουν τον κίνδυνο να θυσιασθούν σε μία πολύ επιμελημένη ανάλυση και μελέτη. Ο μύθος , ο θρύλος, η ιστορία, η πολιτική, η κοινωνιολογία, η φιλοσοφία, η θρησκεία, όλα αυτά είναι στοιχεία που επικαλούνται για βοήθειά τους , εκείνοι που έχουν την αξίωση ν΄ αναλύσουν κατά βάθος τα έργα του Βάγκνερ. Και όμως για την πλήρη κατανόηση αυτών των έργων , δεν χρειάζεται παρά ένα ανοιχτό πνεύμα , και μία καρδιά αξία να αισθανθεί. Συνήθως, στην επεξηγηματική αυτή μανία των κριτικών , ως ολοκαύτωμα προσφέρεται η μουσική των Βαγκνερικών έργων. Εάν η μουσική ορισθεί από μερικούς ως μια «αναφτερωμένη μαθηματική επιστήμη» - όπως και η αρχιτεκτονική ορισθεί ως «αποκρυσταλλωμένη μουσική» είναι βέβαιο ότι η φόρμα της είναι μία φόρμα αριθμητική. Πέραν των εντυπώσεων που προκαλεί , υπάρχουν ασφαλώς καθορισμένες κινήσεις. Εάν λοιπόν , χάρις στους αγώνες του Λιστ  και των άλλων ειλικρινών οπαδών του Βάγκνερ , απεδείχθη τρανώς σήμερον ότι η μουσική του Βάγκνερ, όχι μόνον δεν είναι άμορφη και ανομοιογενής , όπως οι εχθροί του διατείνονται , αλλά είναι απεναντίας η τελευταία λέξη της τεχνικής τελειότητος . Η αλήθεια αυτή έγινε τόσο καταφανής  ώστε οι πολέμιοι της μεγαλοφυΐας , απότομα μεταστρεφόμενοι άρχισαν να διατείνονται ότι ο Βάγκνερ είναι ένα απολύτως μαθηματικό πνεύμα, εργαζόμενο με τους τόνους , χωρίς καμία αυθόρμητη εκδήλωση της καρδιάς. Έπειτα έγινε τόση κατάχρηση της «μανίας του μοτίβου» της κατ’ εξοχήν Βαγκνερικής  αυτής αρρώστιας, ώστε η βαθυτάτης σημασίας καλλιτεχνική αυτή εφεύρεση , να χάσει την αρχική έννοια και να δώσει αφορμή εις μύριες παρανοήσεις. Εντούτοις , τα θέματα του Βάγκνερ δεν έχουν τόση καταπειστική δύναμη , παρά μόνον διότι είναι αυτές οι ζωντανές εικόνες της ποιητικής συλλήψεως του έργου , που φθάνει στο κατακόρυφο της εντατικότητός του , και τις φανερώνει τόσο καταπληκτικά στα μάτια. Τα μουσικά αυτά θέματα αξίζουν λοιπόν στον υπέρτατο βαθμό την προσοχή μας. Στο θαύμα των μουσικών αυτών στοιχείων , όλη η ενότητα του έργου της τέχνης φανερώνεται και παίρνει μορφή εξωτερικώς όπως και εσωτερικώς. Εντούτοις πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε , ότι τα θέματα αυτά δεν είναι κάτι το πρωτεύον και το υπερισχύον στο μουσικό οικοδόμημα , αλλά μάλλον το επικορύφωμα της καθ’ αυτής μουσικής δημιουργίας. Αν αποσπάσουμε τα στοιχεία αυτά από το μουσικό τους πλαίσιο , το φυσικό τους περιβάλλον, δεν θα μείνουν πλέον παρά ξερές συνταγές μόνον. Μία φράση , όπως εκείνη που ονομάζουν όλοι το «θέμα του Τριστάνου» είναι αυτή καθ΄αυτή τόσο ασήμαντη όσο το «σολ , σολ, σολ, μι» της Συμφωνίας εις ντο ελάσσον του Μπετόβεν , διότι το θέμα παίρνει την αληθινή του σημασία μόνον από το συμφωνικό δράμα. Το μουσικό θέμα είναι η φυσική άνθηση των κυριοτέρων σημείων της δράσεως , εφόσον μένει με αυτήν στενότατα συνδεδεμένο. Χωρίς την δράση μαραίνεται και μένει ένας ξηρός σκελετός μόνον. Ας αποφύγουμε λοιπόν με κάθε τρόπο την τεχνολογία, την γραμματική και συντακτική ανάλυση της Βαγκνερικής μουσικής! Και ας έχουμε διαρκώς στο νου μας ότι ο Βάγκνερ δεν έγραφε ποτέ την μουσική του επάνω σε λόγια , αλλά ότι όλο το συμφωνικό σχέδιο ενός εκάστου των μουσικοδραμάτων του, είναι η καθ ‘ αυτό ποιητική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία το δράμα αυτό συνελήφθη , γεννήθηκε , μεγάλωσε, ωρίμασε και μέσα από την οποία βγήκε τέλος ολοκληρωτικά συμπληρωμένο. Χωρίς την ατμόσφαιρα αυτή, το δράμα ήταν απολύτως αδύνατο να ζήσει.

Γι΄ αυτό ακριβώς , μέσα στα έργα του Βάγκνερ βρίσκουμε την τέλεια και ενδόμυχη κατανόηση της ψυχικής του ατομικότητας. Η εικόνα που διαγράφεται σ’ αυτά ζωηρότερη και εναργέστερη , παρά σε οποιανδήποτε λεπτομερή βιογραφία της ζωής του. Και αν συνέβαινε καμία καταστροφή και χάναμε κάθε ίχνος πληροφορίας για την ζωή του , και μας έμεναν μόνο τα έργα του, τότε θα γνωρίζαμε απ’ αυτά ακόμη καλύτερα και ασφαλέστερα τον μεγάλο αυτόν άνθρωπο.  Η προσωπικότητά του τότε θα φανερωνόταν ακόμη πλέον ανάγλυφη στην συνείδησή μας. Όλη η συσσώρευση των «ιστορικών δεδομένων» που σκεπάζει σήμερα την μεγάλη φυσιογνωμία του , μου κάμνει την εντύπωση της άμμου της ερήμου γύρω από την Σφίγγα της Αιγύπτου. Τόσο προφανής είναι η αλήθεια  ότι μόνον μέσα στις δημιουργίες της φαντασίας εκδηλώνεται η καρδιά του καλλιτέχνη στο ολοκληρωτικό φανέρωμά της.

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Δημοτικά Τραγούδια του Μακεδονικού Αγώνα


Παύλος Μελάς

ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ
Σαν τέτοια ώρα στο βουνό ο Παύλος πληγωμένος
μες στο νερό του αυλακιού ήτανε ξαπλωμένος. 
- Για σύρε, Δήμε μου πιστέ, στην ποθητή πηγή μου
και φέρε μου κρύο νερό, να πλύνω την πληγή μου. 
Δεν κλαίω την λαβωματιά, δεν κλαίω και το βόλι,
μον' κλαίω που με άφησε η συντροφιά μου όλη.
Σταλαγματιά το αίμα μου για σε, Πατρίς μου, δίνω,
για να 'χεις δόξα και τιμή, να λάμπεις σαν τον ήλιο. 




Καπετάν Βάρδας

ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΚΑΜΑΡΩΤΗ
Λεβαντιά καμαρωτή μέσα σε βουνά και δάση
με ντουφέκια, με σπαθί την Πατρίδα να δοξάσει. 
Φεύγουν οι εχθροί μας, παν', κάθε Βούργαρος και Τούρκος. 
Φεύγουν, φεύγουν, δε βαστούν. Ποιος μπορεί να βγει μπροστά σου;
Γεια σου Βάρδα αετέ, όμορφό μου παλικάρι.
Γεια σου Βάρδα ξακουστέ! Ποιος την έχει τέτοια χάρη;
Τα πουλιά γλυκολαλούν πάνω στα βουνά, στα δάση: 
Κάθε κρότος ντουφεκιού την Πατρίδα να δοξάσει...




Καπετάν Ζάκας
 ΤΟΥ ΖΑΚΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑ
Ο Ζάκας ο περήφανος κι ο Γέρμας το ξεφτέρι
μ' όλο λεβέντες διαλεχτούς, μ' εξήντα παλικάρια,
στη Λόσνιτσα περάσανε να κάμουν το λημέρι,
'κει π' αγκαλιάζονται οι οξυές με τα χλωρά χορτάρια
και τρέχουν γάργαρα νερά, τα δέντρα που ισκιώνουν.
Ψιλό τραγούδι άρχισαν να ψιλοτραγουδούνε...
Πρώτος ο Ζάκας τ' άρχισε κι ο Γέρμας τ' αποσώνει. 
Μαύρο κοράκι πέταξε και το τραγούδι παύει. 
Τουρκιά χιλιάδες πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα. 
Με μια ορμή ριχτήκανε στην τούρκικη τη φλόγα
και κόβουν Τούρκους άπειρους σαν θεριστές τα στάχυα...


Καπετάν Νικοτσάρας
ΚΑΙ ΠΕΦΤΕΙ ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΝΕΚΡΟΣ
Για έβγα, ήλιε μου χρυσέ, να πάρεις την αντάρα,
που έχει το Μακρύοβο - βαριά σκοτεινιασμένο,
να ιδείς λεβέντες κι άρματα, να ιδείς το Νικοτσάρα
πώς της Τουρκιά τα τάγματα τον έχουνε ζωσμένο. 
Μ' οχτώ λεβέντες μοναχά χιλιάδες πολεμάει!
Τα βόλια δεν τον σκιάζουνε. Το χάρο δεν γροικάει.
Έξι ώρες κάνει πόλεμο! Έξι ώρες τους βαστάει!
Και ξεγυμνώνει το σπαθί, την έξοδο προστάζει.
Με τ' αντρειωμένο χέρι του ανοίγει δόξας δρόμο
κι ακολουθούν ατρόμητοι οι λίγοι σύντροφοί του. 
Αλλού μοιράζει θάνατο κι αλλού σκορπίζει τρόμο
και πέφτει αθάνατος νεκρός κι ακόμα τρεις μαζί του.

Όσα πουλιά κι αν τ' άκουσαν όλα μοιρολογούνε
μαζί με τις Στρωμνίτισσες τον άξιο Νικοτσάρα.


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΔΟΒΙΣΤΑΣ
- Ποιοι είν' αυτοί, που δεν ψηφούν καθόλου τη ζωή τους
και με τους Τούρκους πολεμούν με όλη την ορμή τους; 
Μαύροι καπνοί σηκώνονται ψηλά εδώ στη ράχη...
- Άραγε ποιοι σκοτώνονται στην τρομερή τη μάχη;
Να, η Δοβίστα έγινε σαν άλλο Νέο Σούλι
με τη θυσία των παιδιών του καπετάν Μακούλη.
Δεν είν' ο πόλεμος, παιδιά, συνηθισμένη μάχη. 
Κόλαση μαύρη! Μα καρδιά οι Μακεδονομάχοι!
- Κράτα πρωτοπαλίκαρο! Νικόλα Τσιάπο, κράτα!
Ο Αμπλιάμπεης σκοτώθηκε καταμεσής στη στράτα.
Χτυπούν οι Τούρκοι, μα κι αυτοί κρατούνε λιονταρίσια!
Δε σκοτωθήκανε σκυφτοί, πέσαν παλικαρίσια!
Της Δοβίστας τα παλ'κάρια πολεμούν σαν τα λιοντάρια..