Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Ο μουσικός μας πολιτισμός


εκ του εθνικοσοσιαλιστικού περιοδικού Νέα Ευρώπη, τεύχους 2/3, εν έτη 1943.

(διατηρείται η γλώσσα του πρωτοτύπου)

Όταν εξετάζει κανείς την θέση της μουσικής μέσα στον δυτικό πολιτισμό, σταματά εμπρός σε δύο χαρακτηριστικές παρατηρήσεις : Από την μία μεριά βρίσκει την μουσική σαν μία δύναμη ριζωμένη στο συνολικά – ανθρώπινο , έως κάτω χαμηλά στο ζωώδες επίπεδο, σαν μία ουσιαστική, αν και όχι πάντα συνειδητή , συνιστώσα μέσα στον κύκλο των εντυπώσεων και της έκφρασής μας, ξαπλωμένη σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Για να το νοιώσουμε τούτο , αρκεί και μόνον να αναλογισθούμε π.χ. την σωματική – κινητική επίδραση που έχει επάνω μας ένας ρυθμός που κρούεται στο μεγάλο τύμπανο. Από την άλλη μεριά βρίσκει κανείς συχνά, λόγου χάριν σε πνευματικούς κύκλους προσκειμένους περισσότερο στην ποίηση ή στις εικαστικές τέχνες , μίαν υποτίμηση της μουσικής σαν τέχνης καθεαυτό, σαν τρόπου για μετάδοση καθαρά πνευματικών περιεχομένων. Από πού προέρχεται αυτή η αντίθεση; Ή μήπως και δεν πρόκειται για αντίθεση παρά για μία επιβεβαίωση της πρώτης παρατήρησης με την δεύτερη; Μήπως δηλαδή η μουσική , σαν μάλλον υλική δύναμη που βρίσκεται πιο κοντά στο ένστικτο , στο «επιθυμητικόν», δεν κλείνει μέσα της την δυνατότητα για μία αποκλειστικά πνευματική κάθαρση, για μια γνήσια δημιουργική πράξη, και ταιριάζει μάλλον για την έκφραση μόνο του αορίστου και θολού αισθήματος; - Αξίζει να εξετάσουμε ακριβέστερα αυτό το ζήτημα.

Κάτω από την επίδραση της μουσικής , σαν μιας δύναμης ριζωμένης στο συνολικά – ανθρώπινο βρίσκονται οι αναρίθμητοι φανατικοί φιλόμουσοι. Αυτός ο τύπος , ο μελομανής , αποτελεί στ’ αλήθεια ένα λαό ξεχωριστό. Είναι οι πιστοί, ενθουσιώδεις και ακούραστοι επισκέπτες της όπερας και των συναυλιών, που με πάθος παρακολουθούν τα αγαπημένα τους κομμάτια , που αφήνουν τον εαυτό τους να παρασύρεται βουτηγμένος μέσα στο ρεύμα του ήχου. Για τους περισσότερους απ ‘ αυτούς είναι το μουσικό άκουσμα ένα τόσο συνολικά – ενιαίο γεγονός , ώστε να μην μπορεί ίσως να γίνει λόγος για ένα συνειδητά πνευματικό αντίκρυσμα. Εδώ ανήκουν γενικά και οι ενδουσιώδεις κύκλοι ερασιτεχνών, αλλά και οι περισσότεροι από τους επαγγελματίες μουσικούς. Αποφασιστικό κριτήριο για την ομορφιά της μουσικής που οι ίδιοι εκτελούν είναι και εδώ ο πλούτος του ηχητικού ρεύματος που τους παρασύρει και η συγκλονιστική του ικανότητα (σχεδόν με σωματική έννοια) . Ότι υπάρχουν και μουσικά έργα που ανταποκρίνονται απόλυτα σε μία τέτοια διάθεση , τούτο είναι αυτονόητο.

Το σπουδαίο είναι ότι αυτός ο μοντέρνος τύπος του φιλόμουσου βρίσκεται πλατειά ξαπλωμένος και αποτελεί ένα ξεχωριστό κοινωνικό στρώμα που ξεπερνά πολύ σε συνοχή και έκταση άλλες ανάλογες κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως του φιλότεχνου , του θεατροφίλου, του φιλολογούντος. Ο «μελομανής» είναι για τον πολιτισμό της Δύσης, τουλάχιστον από του 18ου αιώνα , μία εκδήλωση εξαιρετικά χαρακτηριστική και άξια σεβασμού , ένα με τον πολιτισμό μας αδιάσπαστα δεμένο γεγονός. Είναι για την Βιέννη ή το Παρίσι, για το Βερολίνο ή το Μιλάνο, αλλά και για τα μικρότερα ως και τα πιο μικρά μέρη, τόσο χαρακτηριστικός, ώστε μία εικόνα της Δύσης χωρίς αυτόν θα παραμόρφωνε ουσιαστικά την πραγματικότητα. Για να συμπληρωθεί ωστόσο η εικόνα της μουσικής μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο, πρέπει ακόμη, έξω από αυτό το ενιαίο στρώμα των συνειδητών φιλομούσων που περιγράφουμε εδώ, να αναλογισθεί κανείς και το μεγάλο μέρος που παίρνει η μουσική στην καθημερινή μας ζωή ( π.χ. εμβατήριο, χορός, διασκέδαση, εκκλησία, τραγούδι).

Αυτή η πρωτόγονη θα έλεγε κανείς επίδραση της μουσικής και η σχετική με τούτην συνολικά – ανθρώπινη , προς τον χωρισμό πνευματικού – σωματικού ακόμη αδιαφοροποίητη διάθεση του μεγάλου στρώματος που πιστεύει με αυτήν την έννοια στη μουσική, δημιουργούν εκείνη την σκεπτική στάση μερικών συνειδητά πνευματικών κύκλων που εθίξαμε στην αρχή. Τι συμβαίνει λοιπόν; Έπρεπε ίσως στ’ αλήθεια η μουσική εξ’ αιτίας της πρωτόγονής της δύναμης , της μεγάλης της διάδοσης, να παραιτηθεί από την αξίωση να συλλάβει πνευματικές, «αιώνιες» πραγματικότητες, τουλάχιστο στο μεγάλο βαθμό που είναι εφικτές στις άλλες τέχνες; Όσοι αντιπροσωπεύουν μία τέτοια άποψη , δέχονται το πολύ μόνο μουσική στην οποία η δύναμη που αναφέραμε και που φθάνει ως κάτω στο «επιθυμητικόν» δεν είναι έντονα υπογραμμισμένη , αποστρέφουν δε με τρόμο το πρόσωπό τους από έργα όπου και αυτή η πλευρά φθάνει σε πραγματικά συναρπαστικά και συγκλονιστικά αποτελέσματα. Αναγνωρίζουν γενικά μόνον έργα από παλαιότερες εποχές (περίπου έως μέσα του 18ου αιώνα) . Αλλά και αυτά τα ερμηνεύουν συχνά περίεργα , κάπως αναιμικά για τον σωστό μουσικό. Με αφετηρία μία τέτοια πείρα διαπιστώνουν όμως – συχνά μάλιστα με δίκιο- ότι αυτά τα έργα δεν εισχωρούν ως τα βαθύτερα στρώματα του πνεύματος , στα οποία μπορεί να μας οδηγήσει ένας μεγάλος ποιητής ή π.χ. ένας Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Έτσι λοιπόν, ξεκινώντας και από αυτή την μερικά καταφατική στάση, φθάνουν στο συμπέρασμα ότι η μουσική είναι τέχνη μικρότερης αξίας από τις άλλες. Αλλά εδώ ακριβώς βρίσκεται το λάθος : Γιατί το γνήσιο, το τέλεια αναπτυγμένο έργο τέχνης χρειάζεται την πρωτόγονη , συνολικά απάνω στον άνθρωπο δρώσα δύναμη, επειδή αυτή αποτελεί μίαν ουσιαστική ιδιότητα της μουσικής που το έργο τέχνης δεν μπορεί ν’ αρνηθεί ατιμωτητεί. Με τον δικό της τρόπο υπάρχει αυτή η δύναμη ακόμη και στο πνευματικά πιο εκλεπτυσμένο κουαρτέτο. Αυτή την συνιστώσα την κλείνει μέσα της η μουσική ανέκαθεν , ακόμη και στις εποχές που δεν είχε αποκτήσει την σημερινή της αυτοτέλεια και καθαρά πνευματική της σημασία, έτσι στην αρχαιότητα. Αυτή η πλευρά αναπτύχθηκε εντονότερα με το αυτοτελές ξεπέταγμα της μουσικής της Δύσης και επιδρά επάνω στα πλήθη των φιλομούσων, χωρίς όμως ν’ αποκλείει την πνευματική μεριά από το μουσικό έργο τέχνης ή έστω και να την παραμελεί. Τουναντίον – και τούτο είναι ακριβώς το χαρακτηριστικό του μουσικού μας πολιτισμού : σε μια σταθερή , ασυγκράτητη ανάπτυξη που κρατά πάνω από χίλια χρόνια και που δεν βρίσκει ίσως την όμοια της μέσα στην παγκόσμια ιστορία, κατόρθωσε μέσα από τις εκάστοτε συνειδητοποιημένες «υλικές» συνιστώσες να ξεχωρίσει όλες τις αντίστοιχες δυνατότητες για σύλληψη πνευματικών κόσμων, να διαμορφώσει αρμονικές λύσεις. Αυτές οι εκάστοτε ιδιόρρυθμες λύσεις είναι αυτοτελείς και χαρακτηριστικές κορυφές, οι οποίες, αν και ξεφυτρώνουν όλο και σε διαδόρους τόπους, αποτελούν μία αδιάκοπη και ενιαία αλυσίδα μέσα στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού – κορυφές σαν την άνθιση της μουσικής στο Παρίσι τον 12ο και 13ο αιώνα, στις Κάτω Χώρες τον 15ο και 16ο , πρώτο μισό του 18ου , στην Βιέννη το δεύτερο μισό του 18ου και στην αρχή του 19ου αιώνος.

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό για την μουσική της Δύσης – ιδιαίτερα στο κορύφωμα του δρόμου αυτού, στην εποχή περίπου μεταξύ 1700 και 1828 – είναι αυτό το πλατύτατο αγκάλιασμα της από την πρωτόγονη ζωική ορμή εις τα ανώτατα πνευματικά πεδία, ο ιδιόρρυθμος συνδυασμός των δύο αυτών άκρων που δίνει στην μουσική την ξεχωριστή της ένταση και αμεσότητα. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την 9η συμφωνία του Μπετόβεν με το άνοιγμα της από τον πρωτόγονο ρυθμό εμβατηρίου επάνω στο μεγάλο τύμπανο έως τα πιο απόμερα πνευματικά πεδία που μας αποκαλύπτει. Μέσα στην ιστορία της μουσική ςμόνον ο δυτικός πολιτισμός επέτυχε να θέσει όλη την πρωτόγονη , τον άνθρωπο ως σύνολο συλλαμβάνουσα «μαγικήν» δύναμη που κλείνει μέσα της η μουσική, στην υπηρεσία των πιο ψηλών πνευματικών σκοπών. Παραδέχθηκε αυτές τις δυνάμεις πέρα ως πέρα και έτσι τις εδάμασε , αντί να τους υποταχθεί, όπως αυτό συμβαίνει σε μια όχι καθαρά πνευματική μουσική – η αντί να τις χρησιμοποιήσει μόνο περιορισμένα , όπως συμβαίνει σε άλλους μουσικούς πολιτισμούς. Για την μουσική προορίζονταν περισσότερο παρά για τις άλλες τέχνες αυτή η δυνατότης για συνολική επίδραση επάνω στον άνθρωπο, σαν προϋπόθεση για την καλλιτεχνική μετάδοση πνευματικού περιεχομένου.

Μέσα από το μεγάλο στρώμα των μελομανών που περιγράψαμε , μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τον μικρότερο κύκλο των γνήσιων φίλων της μουσικής, οι οποίοι ασπαζόμενοι πλέρια την μουσική, συλλαμβάνουν ακριβώς αυτό το ιδιάζον χαρακτηριστικό για τη εξέλιξή της στην Δύση : μίαν από την συνολικά – ανθρώπινη μαγεία περικλεισμένη, διαφυλαγμένη αποκάλυψη των πιο ψηλών πνευματικών μυστικών. Αυτό προσδιορίζει τον μοναδικό της χαρακτήρα και την σφραγίζει ίσως ως το γνησιότερο δημιούργημα του δυτικού μας πολιτισμού.

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Σχετικά με την Αυθεντικότητα και την Απομίμηση


“... Εις κάθε του βήμα ο άνθρωπος ελκύει η απωθεί δυναμικάρεύματα ατινα αδιακόπως διασταυρούνται εντω διαμορφωτικώ παράγοντι της Φύσεως. Οι πλείστοι των ανθρώπων, αληθινά παίγνια του Μοιραίου, ουδεμίαν αντίληψιν της δράσεως ταύτης έχουν. Εν τούτοις εκείνος όστις, αφού εντείνη την θέλησίν του, εκτελή ένα καθωρισμένον βηματισμόν, αφήνει εν ίχνος της διελεύσεώς του εκ δυναμικών ρευμάτων”.
Πέτρου Γράβιγγερ “HΕΠIΣΤHΜH ΤΩN ΔΟNHΣΕΩN” Εκδ. IΔΕΟΘΕAΤPΟN * ΔIΜΕΛH, AΘHNAI1999.


Τα τελευταία χρόνια κάθε πόλη και χωριό της ελληνικής επικρατείας διαθέτει από έναν έως περισσοτέρους “πολιτιστικούς” συλλόγους (ορισμένοι μάλιστα εξ αυτών αυτοαποκαλούνται “εκπολιτιστικοί”, έτσι για να γίνεται ... εμφανές πως κάποιοι ...φωστήρες έχουν αναλάβει νά ... εκπολιτίσουν τους άξεστους και τους απελέκητους). Η πλειοψηφία των εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοικήσεως θεωρεί ως αυτονόητη την αμέριστη συμπαράσταση στις δραστηριότητες αυτών των συλλόγων, που κυρίως επικεντρώνονται στην αναπαράσταση κάποιου παλαιού, σχεδόν λησμονημένου εθίμου (είναι πιθανόν αυτό το έθιμο να μην υπήρξε, μπορούν όμως να το επινοήσουν, έτσι, χάριν του θεάματος) και στις επιδείξεις “παραδοσιακών” χορών. Aυτές οι εκδηλώσεις γίνονται είτε στη διάρκεια του καλοκαιριού (σπουδαίο κίνητρο είναι και η προσέλκυση τουριστών), είτε κατά τις Απόκριες και την Καθαρή Δευτέρα, τότε που το λαϊκό ξεφάντωμα είναι αδιανόητο χωρίς την διασπορά στο περιβάλλον τεραστίου όγκου πλαστικών και χάρτινων σκουπιδιών, ούτως ώστε να ακολουθείται αυτή η “καθαρή” ημέρα από την “βρώμικη Τρίτη”, κατά τον καθηγητή N. Σ. Μάργαρη (“Πανελλήνιαμασκαραλίκια”, εφημ. “ΤA NΕA” 30/31 Μαρτίου 2002).
Οι παραστάσεις δίνονται είτε στο γήπεδο, είτε πάνω σε ξύλινη εξέδρα στημένη σε δημόσιο χώρο. Κάποιος προλογίζει από μικροφώνου την εκδήλωση και παρουσιάζει το πρόγραμμα. Και όπως συνηθίζεται εδώ και λίγα χρόνια, δεν λησμονεί να αναφέρει πόσο κινδυνεύει η “άσπιλη” “ελληνική παράδοση” από την ... δόλια και ...πανούργα “παγκοσμιοποίηση”. Το εθισμένο στην κατανάλωση εύληπτων θεαμάτων, κοινό παρακολουθεί φορώντας ρούχα της τελευταίας “παγκοσμιοποιημένης” μόδας, καπνίζοντας “παγκοσμιοποιημένα” τσιγάρα με αμέρικαν μπλέντ, δροσιζόμενο με “παγκοσμιοποιημένα”, πολυδιαφημισμένα αναψυκτικά. (Το οινοπνευματώδες που θα καταναλωθεί αργότερα στα “παραδοσιακά” μπαρ είναι ασφαλώς το “παραδοσιακό” σκωτσέζικο ή ιρλανδέζικο ουίσκι, και όχι το τσίπουρο ή άλλο ανάλογο απόσταγμα κάποιου αφανούς επαρχιώτη Έλληνος αμπελουργού).

Οι οργανοπαίχτες παίρνουν θέση μπροστά στα “παραδοσιακά” ηλεκτρικά μικρόφωνα. Τα θηριώδη “παραδοσιακά” ηχεία, γιγαντιαίας ηλεκτρικής ισχύος, μεταδίδουν σε μεγάλες αποστάσεις την “παραδοσιακή” μουσική. Ο χειριστής της “παραδοσιακής”, συνήθως ιαπωνικής προελεύσεως, ηλεκτρονικής “κονσόλας” ρυθμίζει τους ήχους. Οι ηλεκτρονικοί “παραδοσιακοί” ενισχυτές “ξεροβήχουν” εκνευριστικά παράσιτα (κάθε μηχάνημα δικαιούται να έχει τις ιδιοτροπίες του...)
όπως είναι αναπόφευκτο, οι, διερχόμενοι μέσω όλων αυτών των μηχανημάτων, ήχοι υφίστανται μικρές ή μεγάλες αλλοιώσεις. Στη συνέχεια, διανύουν τα ακουστικά αισθητήρια όργανα των θεατών-ακροατών. Στροβιλίζονται μέσα στους σωλήνες του ακουστικού λαβυρίνθου, διεγείρουν το ακουστικό νεύρο. Οι δονήσεις που δέχονται τα, απροστάτευτα και εκτεθειμένα διαρκώς στους θορύβους και την ηχορύπανση, όργανα της ακοής, ειδικά το εσωτερικό αυτί (εσωτερικό ους) που βρίσκεται σχεδόν μέσα στον εγκέφαλο, επηρεάζουν το κεντρικό νευρικό σύστημα. Οι θεατές - ακροατές (που δεν έχουν επίγνωση ότι γίνονται θύματα βάναυσων και απαίδευτων αρκουδιάρηδων) αντί της αγαλλιάσεως και της ήρεμης ευφορίας, εκδηλώνουν ένταση και έξαψη: συναισθήματα που επιζητούν εκτόνωση με το σπάσιμο πιάτων και ποτηριών. Ο Ορφέας εξημέρωνε με την μουσική του τα αγρίμια, ενώ οι αδίστακτοι έμποροι πολλών ειδών της κατ΄ ευφημισμόν μουσικής εξαγριώνουν, εδώ και πολλά χρόνια, τους ανθρώπους.
Εκείνος που θα εκφράσει τέτοιου είδους λεπτολογίες θα χαρακτηρισθεί από τους “μερακλωμένους” (που μπορεί να είναι απλώς παραζαλισμένοι) είτε ως σχολαστικός, είτε ως υποχόνδριος, είτε ως “κρυόκωλος”, είτε ως “ξενέρωτος”, είτε ως “κολλημένος”. Ποιος του είπε να έχει έμμονες με το "φιλοκαλούμεν μετ΄ευτελείας" των καλαίσθητων αρχαίων Αθηναίων;

en_xoro_foresies_Ipeirou_mouseio_EHM
Ας πάμε τώρα στις φορεσιές. Εδώ η “παράδοση”... αντιστέκεται: οι ομοιόμορφες στολές μοιάζουν, λίγο ως πολύ, παραδοσιακές. Μήπως θα ανέβει κανείς από τους θεατές πάνω στην ξύλινη εξέδρα για να τίς... ζυγίσει; Οι αυθεντικές υφαντές φορεσιές ήταν βαριές. Οι γυναίκες που τις φορούσαν κατά τις γιορτές από σεβασμό προς τα ήθη της εποχής των, αλλά και εξ αιτίας αυτού του βάρους χόρευαν "στρωτά", δηλαδή χωρίς άκομψες άρσεις των κάτω ακρών και επιδεικτικά κουνήματα. Η σεμνότητα αποτελούσε το μέγιστο γυναικείο προσόν, όπως αντίστοιχο ... προσόν σήμερα είναι η πρόκληση (είτε με τα διαφανή και μικροσκοπικά ρούχα, είτε με την λάγνα κινησιολογία). Εκτός όμως από την πρόκληση, κυρίαρχο ρόλο παίζει και η ανοησία, που βάζει τις κοπέλες να χορεύουν ψευτομάγκικα χασάπικα και χαζοχαρούμενα συρτάκια, φορώντας ζωνάρια στη μέση. (Σημείωση: τα ζωνάρια χρησίμευαν για να προστατεύουν το μυϊκό σύστημα, εκείνων που σήκωναν πολλά βάρη, που σημαίνει κατ΄ αναλογίαν, πως όταν χόρευαν δεν έκαναν ακροβατικές φιγούρες). Σε συνέντευξή της η Μελίνα Μερκούρη είχε εκφράσει την μεταμέλειά της για το συρτάκι που παρουσίασε στην διάσημη, βραβευμένη στο Φεστιβάλ των Καννών, ταινία “Ποτέ την Κυριακή” (1960): Οι κινηματογραφικοί κανόνες θεαματικότητος προέβαλαν μία εξωπραγματική Ελλάδα, δίχως να προσφέρουν κάτι καλό στον Ελληνικό Πολιτισμό.

Φορεσιές του 19ου αιώνος που έχουν περισωθεί άνηκαν στους πλουσίους και όχι στον απλό λαό. Τα ακριβάτους υλικά άντεξαν στον χρόνο. Όσες πάλι εικονίζονται στους περισσοτέρους πίνακες εκείνης της εποχής, μάλλον παρουσιάζονται εξωραϊσμένες. Η διαμόρφωση ορισμένων τύπων “παραδοσιακής” ελληνικής φορεσιάς δέχτηκε τις επιρροές των αισθητικών προτιμήσεων κάποιων Bαυαρών αυλικών, που οργάνωναν στα ανάκτορα του Όθωνος χοροεσπερίδες, στις οποίες κυριαρχούσαν η χλιδή και η εντυπωσιοθηρία. (NΤΟPA ΤΣAΤΣΟΥΣΥΜΕΩNIΔΟΥ "Ο χορός στην Ελλάδα Μετά την εθνική μας απελευθέρωση", “ΕΛΛAΣ”, Εκδ.ΠAΠΥPΟΣ 1998 )
Σε σπάνιες, παλιές φωτογραφίες στα χώρια μπορεί κανείς να δει ανθρώπους που δεν προτιμούσαν τους φραγκοράφτες, και ντυνόντουσαν με ανεπιτήδευτο και πρακτικό τρόπο: Η απλότητα και η αποφυγή των περιττών αποτελούν χαρακτηριστικά της ελληνικής καλαισθησίας. Η ίδια καλαισθησία χαρακτηρίζει και τους ελληνικούς χορούς, όπως και τα τραγούδια, από τα οποία οι χοροί συνοδεύονται. Έχει γραφεί χαρακτηριστικά: “Τέλος, να θυμίσω στον αναγνώστη την εκφραστική μονοτονία που έχουνε τα δημοτικά τραγούδια μας, που είναι τα πλέον γνήσια λογοτεχνήματα, και που γι΄ αυτά έχω γράψει πολλές φορές. Βάζω εδώ μονάχα λίγα λόγια που έχω γραμμένα για τον βουνίσιο λαϊκό ποιητή: "Το φως είναι μπροστά του, απλό, αληθινό. Εδώ δεν έχει πολλά λόγια. Με πέντε δέκα λιθάρια χτίζει έναν πύργο. Με δυο τρία πουρνάρια κάνει ένα δάσος, με τρία αγριολούλουδα μοσκοβολά ο τόπος. Πεντέξη άνθρωποι που κουβεντιάζουνε, ένα λημέρι τριγυρισμένο με ξερολιθιά, δυο πουλιά που πετάνε από πάνω, ένα μνήμα πούναικοντά σ΄ ένα ρημοκκλησι, κάτι γίδια πουβοσκάνε, αυτά φτάνουνε για να νοιώσεις όλη την πλάση. Γιατί ο ουρανός κι η γης κι όλα τα πλάσματα είναι παρών. Ποτές το αίσθημα δεν ξεπέφτει σε μπόσικα γλυκοσαλιάσματα" (Φώτης Κόντογλου (1895 1965): “ Η μεγάλη μονοτονία της φύσης και των μεγάλων έργων”, από τα "Μυστικά άνθη" ΕΚΔ. ΠAΠAΔH-ΜHΤPIΟΥ, Αθήνα 2001.) Επειδή φέτος συμπληρώθηκαν ογδόντα χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή, επέλεξα αυτή την περιγραφή για το δημοτικό τραγούδι, φτιαγμένη από έναν πολυτάλαντο Κυδωνιέα (Κυδωνίες, στα τουρκικά Αϊβαλί, φημισμένη πόλη των Μικρασιατικών παραλίων), του οποίου η συγγραφική και εικαστική δημιουργία διαπνέεται από μία παράφορη αγάπη για το ελληνικό τοπίο και την ελληνική λαϊκή παράδοση.


Οι παραδοσιακοί γεωργοί και κτηνοτρόφοι, που μοχθούσαν και ίδρωναν ολημερίς στην ύπαιθρο, δεν χόρευαν σαν να ανήκαν σε μπαλλέτο. Η σκληρή καθημερινή τους εργασία απαιτούσε δύναμη, ευλυγισία και αντοχή, γι αυτό δεν είχαν ανάγκη να επιδεικνύουν αυτά τους τα χαρίσματα στα πανηγύρια, όπου γλεντούσαν και χόρευαν ανεπιτήδευτα και αναλόγως με την διάθεση της στιγμής. είχαν την πρόνοια να αποφεύγουν τις ψεύτικες πόζες και τις κούφιες χειρονομίες, θεωρώντας ότι ήταν αταίριαστες με τα ήθη των, για τα οποία οι θεατρινισμοί συνιστούσαν ξεπεσμό και αξιοθρήνητη απαιδευσία.
Οι ερασιτέχνες χορευτές μέλη των συλλόγων που συμμετέχουν στις παραστάσεις των διαφόρων μαζικών εκδηλώσεων συνήθως χαμογελούν με, προσποιητή, ανεμελιά. Στο τέλος μίας τέτοιας παραστάσεως, που συνήθως διαρκεί δύο ώρες, ο θεατής αποκομίζει την εντύπωση ότι το (αμήχανο ή αυτάρεσκο) χαμόγελο των χορευτών είναι ίδιο με το στημένο χαμόγελο των φωτομοντέλων που διακοσμούν τα εξώφυλλα των λάιφστάϊλ εντύπων, και των μανεκαίν που κάνουν επιδείξεις ρούχων στις πασαρέλες. (Δεν γνωρίζω αν υπάρχουν ελληνικές λέξεις για τα βαρβαρικά “πασαρέλα”, “μανεκαίν”, “μπαρ”, και αλλά συναφή. Πιστεύω ότι κανονικά δεν θα πρέπει να υπάρχουν ελληνικές λέξεις που να περιγράφουν πράγματα ξένα προς τον ελληνικό πολιτισμό). Στους Ποντιακούς χορούς δεν χρειάζεται να χαμογελούν οι χορευτές, κάτι που δεν είναι γνωστό σε όλα τα συγκροτήματα. Στους ίδιους αυτούς χορούς ο πρωτοχορευτής δεν κάνει φιγούρες, ψαλίδια και επιδεικτικά άλματα, ούτε χτυπάει με το χέρι την φτέρνα του. (“ Η έρευνα του λαϊκού χορού”, εκδ. ΔIΕΘNHΣ ΟPΓANΩΣH ΛAΪΚHΣ ΤΕXNHΣ)


Υπάρχουν χοροδιδάσκαλοι, και άλλοι ασχολούμενοι με την λαογραφία, άριστοι γνώστες των παραδόσεων, είναι όμως λίγοι. Οι περισσότεροι από τους ενασχολουμένους με αυτά τα θέματα δεν έχουν αισθητική παιδεία, ούτε έχουν μελετήσει τους επαγωγικούς συλλογισμούς του Πλάτωνος για την σωματική και πνευματική διαπαιδαγώγηση των πολιτών (NΟΜΟI B). Περιορίζονται σε πρόχειρες μιμήσεις και σε αβασάνιστους ερασιτεχνισμούς, ενώ ισχυρίζονται ότι επιτελούν πολιτιστικό έργο “συνεχίζοντας” την παράδοση: μία παράδοση που αγωνιά να προβληθεί στην τηλεόραση, φτιασιδωμένη για να αντέξει στο σκληρό φως των προβολέων και των, ανελέητων, γκρο -πλάν λήψεων. Με δεδομένο ότι, εδώ και δεκαετίες, τόσο τα θεάματα όσο και η ανθρώπινη συμπεριφορά έχουν διαποτιστεί από τα ποικίλα συνθετικά “αρώματα” των Xολλυγουντιανών θεαμάτων καθώς και άλλων μικρότερων Xόλλυγουντ, Μπρόντγουεη, Τσινετσιτά, Μπόλυγουντ (=το Ινδικό Xόλλυγουντ, στην Bομβάη), κλπ.), δεν είναι εύκολο να πιστέψουμε ότι, αυτό που μας παρουσιάζεται ως λαϊκή παράδοση, έχει την ευωδιά της αγνότητος και της αυθεντικότητος. Φαίνεται σαν μία περίπτωση ανάλογη εκείνης όπου, η αγυρτεία ανακαλύπτει κάποια τυχαία οστά, τα καταβρέχει με συνθετικό μύρο ώστε να ευωδιάσουν, και έτσι να προσελκύονται τα θρησκόληπτα πλήθη, που συνωστιζόμενα προσμένουν θαύματα, τάζοντας “ασήμια και μαλάματα”.
Πόσο καλύτερος και περισσότερο πεπαιδευμένος αποχωρεί ο θεατής, μετά το τέλος μιας τέτοιας παραστάσεως, της οποίας τους ναρκισσευομένους συντελεστές έχει ανταμείψει με γενναιόδωρο χειροκρότημα; Γιατί “ναρκισσευομένους”; Επειδή, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, δεν αποφεύγουν “να ιππεύσουν το καλάμι”, όταν, με λίγες ώρες προετοιμασίας για την εκμάθηση των επαναλήψεων ορισμένων απλών βημάτων, απολαμβάνουν τα ηχηρά χειροκροτήματα και την παρατεταμένη επιβράβευση από ένα πολυπληθές κοινό. Άλλοι θεράποντες του θεάματος σπανίως απολαμβάνουν ανάλογη επιβράβευση, επειδή παρουσιάζουν δύσκολα, για την παιδεία και την αντίληψη των πολλών, θεάματα. Η πλειοψηφία των θεατών δεν καταπιάνεται με τέτοιου είδους προβληματισμούς, ούτε ψάχνει για τις λεπτές διάφορες που υπάρχουν μεταξύ “διασκεδάσεως” και “ψυχαγωγίας”.
Την ώρα όμως που κάποιοι επιδίδονται σε φτηνούς εντυπωσιασμούς και σε πομπώδη συνθήματα,
στα απέριττα
της Τερψιχόρης χοροστάσια /
ιδρώνουν νεοι ποιητές, /
μακριά από την ηχορύπανση, /
τις γυαλισμένες πόρπες,
και τις φανταχτερές τις φορεσιές.


Εριφύλη Μιχαηλίδου - Κάτανα

ΥΓ. Κάποιοι “πλανόδιοι”ερασιτέχνες που γνωρίζουν, κουτσά-στραβά, πέντε - δέκα παραλλαγές λαϊκών χορών, έρχονται σε συνεννόηση με εκπροσώπους των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων στα σχολεία, και οι ημιμαθείς γονείς και κηδεμόνες εμπιστεύονται σε αυτά τα άτομα τα παιδιά τους, με ήσυχη την συνείδηση ότι επιτελούντο καθήκον τους απέναντι στην παράδοση. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα παιδιά: η θα αντιπαθήσουν την παράδοση (αφού την διδάσκονται από προχειρολόγους), ή απλώς θα αρκεστούν να μάθουν πως να "πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα" (χαρακτηρισμός από το κείμενο "Ο μοναχικός θρήνος" του Διονύση Xαριτόπουλου, εφημ. “ΤA NΕA” 14 15 Σεπτεμβρίου 2002).

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Παρουσίαση των ευρημάτων απ' τον αρχαιολογικό χώρο της Μεθώνης


Το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας διοργανώνει εκδήλωση παρουσίασης των ευρημάτων από τον αρχαιολογικό χώρο της Μεθώνης με αφορμή την επικείμενη κυκλοφορία του τόμου

ΜΕΘΩΝΗ Ι: Επιγραφές, χαράγματα και εμπορικά σύμβολα στη γεωμετρική και αρχαϊκή κεραμική από το «Υπόγειο» (Ματθαίος Μπέσιος, Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλος, Αντώνης Κοτσώνας, επιμέλεια Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλος)

Η εκδήλωση διοργανώνεται στο πλαίσιο του προγράμματος «Διάλεκτοι της Αρχαίας Ελληνικής με κομβική ιστορική σημασία για τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμικής παράδοσης» και θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (αίθουσα MC2, επίπεδο "Ν. Σκαλκώτας") στις 19:00.

Θα μιλήσουν οι:
Λίνα Μενδώνη (Γενική Γραμματέας Πολιτισμού)
Μιχάλης Τιβέριος (Καθηγητής ΑΠΘ, Ακαδημαϊκός)
Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλος (Αναπληρωτής Καθηγητής ΑΠΘ)

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Του Ολύμπου

Τό τραγοῦδι τοῦ Ὀλύμπου εἶναι ἀναμφισβητήτως ἕνα ἐκ τῶν ὡραιοτέρων τῆς ποιήσεως. Ἴσως μάλιστα, ἐξ ὅλων τῶν κλέφτικων τραγουδιῶν, εἶναι ἐκεῖνο, εἰς τοῦ ὁποίου τήν σύνθεσιν καί τάς λεπτομερείας εὑρίσκομεν εἰς μεγαλύτερον βαθμόν τήν πρωτόγονον τόλμην τῆς επινοήσεως, τήν τραχεῖαν ὁρμήν τῆς φαντασίας καί τήν αποτελεσματικήν ἁπλότητα τῆς ἐκφράσεως, τά ὁποῖα κυρίως χαρακτηρίζουν ὅλα τά δημοτικά τραγούδια.
Ἡ πραγματική ὑπόθεσις τοῦ τραγουδιοῦ εἶναι ὁ ἐπικείδιος ἔπαινος κάποιου Κλέφτη, ἀγνώστου σήμερον μεταξύ τῶν Κλεφτῶν τῆς Θεσσαλίας. Τό μάλωμα τοῦ Ὀλύμπου καί τοῦ Κισσάβου (ἡ Ὄσσα τῶν ἀρχαίων) ὅσον λαμπρόν καί ἄν εἶναι ἐξεταζόμενον ὠς ὑπόθεσις, ἐν τούτοις πρέπει νά θεωρηθή ὠς δευτερεῦον στοιχεῖον, ὠς πλαίσιο τῆς εικόνος, ἐκ τοῦ βάθους τῆς ὁποίας ἡ ἱστορία καί ὁ ἔπαινος τοῦ νεκροῦ πολεμιστοῦ ἀναδύεται λαμπρῶς καί κατά τόν πλέον ἐντυπωσιακόν τρόπον.
Θά ἠθέλομεν νά γνωρίσωμεν, ποιος εἶναι ὁ γενναῖος αὐτός Ἕλλην, τοῦ ὁποίου τά κατορθώματα ἦσαν ἡ ἀφορμή μιᾶς τόσον ζωηρᾶς ἐμπνεύσεως· ἀλλά τό όνομά του δεν ἀνεφέρθη· παρέμεινε εἰς τήν σκέψιν, σχεδόν θα ἔλεγα εἰς τήν ἔκστασιν τοῦ ποιητοῦ καί τίποτε δέν μᾶς βοηθεῖ νά τό ὑποθέσωμεν.
Τό τραγοῦδι τοῦ Ὁλύμπου, κατά τήν γνώμην μου, πρέπει νά συμπεριληφθῆ μεταξύ τῶν πλέον ἀρχαίων τοῦ εἴδους του· καί σχεδόν δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι συνετέθη εἰς τήν Θεσσαλίαν, ἀλλά τραγουδεῖται εἰς ὅλην τήν Ἑλλάδα καί δέν εἶναι ἄγνωστον ἀκόμη καί εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν. Εἶναι ἀνωφελές νά προσθέσω ὅτι τά ληφθέντα ἀντίγραφα εἰς διαφόρους τόπους διαφέρουν ἀρκετά μεταξύ των· ἐχρησιμοποίησα δύο ή τρία διά νά συνθέσω τό κείμενον τό ὁποίον ἀκολουθεῖ.

ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ

Ὁ Ὄλυμπος κ' ὁ Κίσσαβος, τά δυό βουνά μαλώνουν·
Γυρίζει τότ' ὁ Ὄλυμπος, καί λέγει τοῦ Κισσάβου·
Μή με μαλώνεις, Κίσσαβε, κονιαροπατημένε !
Ἐγώ είμ' ὁ γέρος Ὄλυμπος, 'σ τόν κόσμον ξακουσμένος.
Ἔχω σαράντα δυό κορφαῖς, ἑξήντα δυό βρυσούλαις·
Πᾶσα βρυσή καί φλάμπουρον, παντοῦ κλαδί καί κλέφτης·
Καί 'σ τήν ψηλήν μου κορυφήν ἀετός εἶν' καθισμένος,
Καί εἰς τά νύχια του κρατεῖ κεφάλ' ἀνδρειωμένου·
Κεφάλι μου, τί ἔκαμες, κ' εἶσαι κριματισμένον ; >> -
<<Φάγε, πουλί, τά νεάτα μου, φάγε καί τήν ανδρείαν μου,
>>Νά κάμης πήχην τό φτερόν, και πιθαμήν τό νύχι.
'Σ τόν Λοῦρον, 'σ τό Ξερόμερον ἁρματωλός ἐστάθην,
'Σ τά Χάσια καί 'σ τόν Όλυμπον δώδεκα χρόνους κλέφτης·
Ἑξῆντ' ἀγάδαις σκότωσα, κ' ἔκαψα τά χωριά τους·
>Κ' ὅσους 'σ τόν τόπον ἄφησα καί Τούρκους κ' Ἀρβανίταις,
>Εἶναι πολλοί, πουλάκι μου, καί μετρημόν δέν ἔχουν.
..>>Πλήν ἦρθε κ' ἡ ἀράδα μου 'σ τόν πόλεμον νά πέσω. >>



Από την συλλογή του Claude Fauriel "Τα Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια",
(1824), μετάφραση Απ.Δ.Χατζηεμμανουήλ.


Επιμέλεια: Αθηναΐς

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Φλογέρα

Τρία είναι τα κατεξοχήν ποιμενικά όργανα στην Ελλάδα: η φλογέρα, το σουραύλι και η μαντούρα. Και τα τρία αυτά όργανα έχουν δύο κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά, ένα κοίλο κυλινδρικό ηχείο και τρύπες κατά μήκος του ηχείου (στρογγυλές ή ελλειψοειδείς και, σπάνια, τετράγωνες). Διαφέρουν όμως βασικά μεταξύ τουςστον τρόπο με τον οποίο είναι φτιαγμένο το μέρος του οργάνου που παράγει τονήχο.
Η φλογέρα είναι ένα όργανο τύπου φλάουτου: ένας μακρόστενος κοίλος κύλινδρος,ανοικτός και στα δύο άκρα του. Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη, από 15 με 20 εκ.έως περίπου 85 εκ., και από διάφορα υλικά: καλάμι, ξύλο, μπρούτζο ή σίδερο, κόκαλο, και στα μεταπολεμικά χρόνια, από πλαστική ύλη.
Η κατασκευή της φλογέρας απαιτεί υπομονή, μεράκι και πείρα. Απ’ τη στιγμή που ένας τσοπάνης αποφασίζει να ψάξει για το καλάμι, το ξύλο ή το όποιο άλλο υλικό,με το οποίο θα φτιάξει τη φλογέρα του, απ’ τη στιγμή αυτή και έως το άνοιγμα των τρυπών και το τυχόν στόλισμα της φλογέρας με σχέδια, ο τσοπάνης έχει να προσέξει πολλά πράγματα και να δοκιμάσει πολλές φορές.
Στην καλαμένια φλογέρα, το καλάμι πρέπει να είναι ξερό, χωρίς εξογκώματα και όσο γίνεται ίσιο, ισόπαχο και με την ίδια εσωτερική διάμετρο σ’ όλο το μήκος του. Κόβεται με το ένα άκρο του χωρίς κόμποκαι το άλλο με κόμπο. Το μέρος απ’ το οποίο θα φυσάει ο παίκτης, το επιστόμιο, δεν το κόβουν αμέσως μετά τον κόμπο, όπου το καλάμι δεν έχει το ίδιο πάχος καιτην ίδια εσωτερική διάμετρο που έχει σε όλο το μήκος του, αλλά λίγο παρακάτω και το λεπταίνουν γύρω-γύρω, πάντα από την έξω μεριά. Το απέναντι άκρο, αυτό δηλαδή από το οποίο φεύγει ο αέρας, το κόβουν αφήνοντας μέσα τον κόμπο. Τον κόμπο τον ανοίγουν μετά, τόσο, ώστε να μη φεύγει εύκολα ο αέρας. Αυτό κάνει πιο ξεκούραστο το φύσημα και, παράλληλα, βοηθάει να ηχούν καλά ο φθόγγος που δίνειη πρώτη, απ’ τα κάτω, τρύπα, όπως και οι υψηλότεροι φθόγγοι. Η εσωτερική επιφάνεια του καλαμιού πρέπει να είναι λεία και όλες οι τρύπες, που είναι συνήθως στρογγυλές, πρέπει να έχουν την ίδια διάμετρο και να απέχουν το ίδιο η μία από την άλλη.
Την πρώτη τρύπα ανοίγει ο τσοπάνης γύρω στη μέση της φλογέρας. Μετά, αφού κλείσει την τρύπα αυτή με το δείκτη του αριστερού χεριού, αφήνει τα δάκτυλα και των δύο χεριών πάνω στη φλογέρα, σαν να παίζει, και στα μέρη που ακουμπούν ανοίγει τις υπόλοιπες τρύπες. Τις τρύπες τις ανοίγουν συνήθως μ’ ένα πυρωμένο καρφί.
Για την ξύλινη φλογέρα, που γίνεται από διάφορα ξύλα, ισχύουν όσα αναφέρουμε παραπάνω, εκτός, φυσικά, από τις παρατηρήσεις που υπαγορεύονται από τη φύση του υλικού. Εδώ ο τσοπάνης έχει να αντιμετωπίσει το τρύπημα και το πελέκημα του ξύλου. Το τρύπημα, δουλειά λεπτή που απαιτεί υπομονή, γινόταν παλιότερα με πυρωμένο σιδερένιο σουβλί, σήμερα με τρυπάνι. Το πελέκημα κάνει λεπτή και όσο γίνεται ισόπαχη την εξωτερική επιφάνεια της φλογέρας. Όταν θέλει να έχει στενότερο το στόμιο απ’ το οποίο φεύγει ο αέρας, περιορίζει τη διάμετρό του κολλώντας γύρω-γύρω στο στόμιο, απ’τη μέσα μεριά, κερί ή ένα ξύλινο λεπτό στεφάνι ή κι ένα χαρτονάκι. Το ίδιο γίνεται και στις φλογέρες τις φτιαγμένες από άλλα υλικά (μπρούτζο, σίδερο ή κόκαλο). Τις μεγάλες, ξύλινες μονοκόμματες φλογέρες, πριν ανοίξουν τις τρύπες για τα δάκτυλα, συνήθιζαν πολλοί, παλιότερα, να τις περνούν μέσα σ’ ένα έντερο προβάτου ή κατσίκας. Το έντερο αυτό, που με τον καιρό ξεραινόταν και γινόταν ένα με το ξύλο, όπως και το λάδι ή το βούτυρο, με το οποίο αλείφουν έως σήμεραόλες γενικά τις ξύλινες φλογέρες – μικρές και μεγάλες, απέξω και από μέσα –κρατάει μαλακό το ξύλο και δεν το αφήνει να σκάσει. Στη σιδερένια ή μπρούτζινη φλογέρα – συνήθως από κοινό σωλήνα ή κάννη παλιού όπλου – τις τρύπες τις ανοίγει ο σιδεράς του χωριού, σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του τσοπάνη.
Ειδική προετοιμασία απαιτεί η κοκάλινη φλογέρα, που
φτιάχνεται από το μεσαίο κόκαλο φτερούγας αετού ή άλλου αρπακτικού πουλιού (όρνιου). Αφού μαδήσουν τη φτερούγα θάβουν το κόκαλο στο χώμα για να καθαρίσει από το κρέας και το μεδούλι. Μετά το πάνε στην εκκλησία, όπου το αφήνουν πολλές ημέρες για να λειτουργηθεί. «Το όρνιο είναι του διαβόλου, άτιμο, και πρέπει να εξαγνιστεί». Τέλος ανοίγουν τις τρύπες, το τρίβουν με στάχτη για να γίνει λείο, ή και το βράζουν με στάχτη γιαν’ ασπρίσει, και το στολίζουν, αν θέλουν, με διάφορα σχέδια.
Η φλογέρα, έως περίπου 50 εκ., έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά, σε ίση απόσταση η μία από την άλλη, ή 6 μπροστά και 1 πίσω για τον αντίχειρα (η πίσω τρύπα ανοίγεται συνήθως μεταξύ της πρώτης και δεύτερης ή πάνω από την πρώτη τρύπα). Η μακριά φλογέρα – από 60 περίπου έως γύρω στα 85 εκ. – που λέγεται στην Ήπειρο τζαμάρα και στη Θράκη καβάλι, έχει 7 τρύπες μπροστά ή 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω.Εκτός όμως από τις 7 ή 7+1 τρύπες για τα δάκτυλα, η τζαμάρα έχει και άλλες ακόμα τρύπες, στο κάτω μέρος του κυλινδρικού ηχείου της. Η κοντή τζαμάρα, αυτή που έχει μήκος γύρω στα 60 εκ., έχει 1 τέτοια τρύπα. Η κάπως μακρύτερη έχει 2.Και η μακριά τζαμάρα (75-85 περίπου εκ.) έχει 4 τρύπες, 3 μπροστά και 1 πίσω. Οι τρύπες αυτές που δεν πατιούνται ποτέ από τα δάχτυλα, αλλά μένουν πάντα ανοικτές, επιδρούν στην τονικότητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του. Εάν κλείσουν, χαμηλώνει η τονικότητα της κλίμακας που δίνει η τζαμάλα και αλλοιώνεται το χρώμα του ήχου της. Η τζαμάρα, εξαιτίας του μήκους της, παίζεται πάντα με καθισμένο τον τσοπάνη καταγής, και ακουμπισμένο το κάτω άκρο της στο χώμα ή στο τσαρούχι του τσοπάνη. Μ’ αυτόν τον τρόπο το επιστόμιο του οργάνου ακουμπάει κάπως σίγουρα στα χείλια του φλογεροπαίκτη, – αυτό διευκολύνει τη δημιουργία του ήχου – και τα δάχτυλα αποκτούν μια κάποια ευχέρεια στην κίνηση. Όταν δεν παίζουν, χώνουν μέσα στο κυλινδρικό ηχείο της μια λεπτή βέργα. «Έτσι είναι γεμάτη», λένε, «και δε σπάει αν πέσει στο χώμα». Με την ίδια αυτή βέργα, με λίγο μαλλί λαδωμένο στο ένα της άκρο, καθαρίζουν την εσωτερική επιφάνεια της τζαμάρας. Το λάδωμα αυτό κρατάει επίσης μαλακό το ξύλο και δεν το αφήνει να ραγίσει. Στη Θράκη και στη Λέσβο, η μακριά ξύλινη φλογέρα – το καβάλι –αποτελείται συνήθως από τρία κομμάτια, το ένα προσαρμοσμένο μέσα στο άλλο.
Η φλογέρα κρατιέται λίγο λοξά, προς τα δεξιά, έτσι, όταν ο φλογεροπαίκτης φυσάει,ο αέρας να χτυπάει στην απέναντι οξεία κόχη του χείλους της φλογέρας και να δημιουργεί τον ήχο. Κρατιέται προς τα δεξιά, όταν ο παίκτης είναι δεξιός, με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού (δείκτη, μέσο και παράμεσο) στο κάτω μέρος της φλογέρας και τα ίδια δάχτυλα, του αριστερού χεριού, επάνω, προς τη μεριά του στόματος. Το αντίθετο όταν ο παίκτης είναι αριστερός. Με μαλακό φύσημα ηφλογέρα δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους. Με πιο δυνατό φύσημα, και με τους ίδιους δακτυλισμούς, δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα. Και με ακόμη πιο δυνατό φύσημα, λίγους επιπλέον φθόγγους υψηλότερα. Η τονική τηςκλίμακας, που δίνουν οι φθόγγοι αυτοί, εξαρτάται από το μήκος της φλογέρας. Όσο μακρύτερη είναι η φλογέρα, όσο η τονική της κλίμακας που δίνει είναι χαμηλότερη, και το αντίθετο. Μια καλοφτιαγμένη φλογέρα, έως περίπου 45 εκ., στα χέρια ενός άξιου φλογεροπαίκτη μπορεί να δώσει έως δεκαεννέα φθόγγους, δηλαδή δύο οκτάβες και μια πέμπτη. Η ποιότητα όμως του ήχου δεν είναι η ίδια σε όλη την έκταση των φθόγγων. Οι χαμηλοί φθόγγοι, αυτοί που δίνει η φλογέρα με μαλακό φύσημα, είναι κάπως μουντοί και λίγο βραχνοί. Αντίθετα, οι φθόγγοι στην αμέσως υψηλότερη οκτάβα, αυτοί που απαιτούν πιο δυνατό φύσημα, είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί. Ακόμα περισσότερο διαπεραστικοί και οξείς είναι οι φθόγγοι πάνω από τη δεύτερη οκτάβα.
Ποιμενικό όργανο όπως είναι, η φλογέρα παίζεται συνήθως μόνη της από τους τσοπάνηδες,όταν βόσκουν τα κοπάδια τους. Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα, σε γλέντια ή και πανηγύρια, όταν ο φλογεροπαίκτης είναι καλός. Η συνεργασία της ωστόσο μ’ένα οργανικό σύνολο, όπως π.χ. η ζυγιά βιολί-λαγούτο ή άλλα μεμονωμένα όργανα, υπαγορεύεται κάθε φορά από τις ανάγκες της στιγμής.

ΦοίβοςΑνωγειανάκης, "Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα",
Εκδοτικόςοίκος "Μέλισσα"

Μες στα βλάχικα κονάκια
Μες στα Βλάχικα Κονάκια
δεν βελάζουνε τ' αρνάκια,
κάθονται σαν μαραμένα
μόνα παραπονεμένα.

Τη φλογέρα δεν ακούνε
και τον Μήτρο τους ζητούνε,
το καλό το παλικάρι
της Βλαχιάς μας το καμάρι.

Δεν ακούνε τη φλογέρα
όπως πάντα από πέρα,
πάει ο Μήτρος για τα ξένα
για δυο μάτια ζηλεμένα.

Γύρνα Μήτρο σε ζητούνε
τα αρνάκια να σε ειδούνε,
γύρνα πάλι εδώ πέρα
ξαναπάρε τη φλογέρα.


Απόψε φίλους φίλευα
Απόψε φίλους φίλευα
φίλους κι αγαπημένους,
ν’ αρραβωνιάσω την Τασιά
μ’ αυτόν τον Αποστόλη.

Η Τασιά αντιλοήθηκε
στον αργαλειό που υφαίνει:
"Μάνα, μην αντροπιάζεσαι
τον Αποστόλ’ δεν παίρνω,
μόν’ παίρνω τζιομπανόπουλο
που παίζει τη φλογέρα".




Frederic Boissonnas




Tάκης Τλούπας