Ο γεωγραφικός χώρος μιας περιοχής, όσο κι αν είναι μεγάλος, είναι πολύ στενός για να χωρέσει ένα ξεχωριστά δικό του λαογραφικό είδος, όπως είναι τα δημοτικά μας τραγούδια.
Και όμως για τη Βόρειο Ήπειρο, το διαλεχτό μα άτυχο τούτο κλωνάρι του Ελληνικού Έθνους, πού μένει πάντα έξω από την αγκαλιά τής Ελληνικής πατρίδας, μπορούμε να μιλήσουμε για ένα καθαρά δικό του είδος δημοτικού τραγουδιού, με ιδιαίτερα και ιδιότυπα μουσικά γνωρίσματα, πού το χαρακτηρίζουν και το ξεχωρίζουν από όλα τα άλλα γνωστά είδη τής δημοτικής μας μουσικής.
Το δημοτικό τραγούδι τής Βορείου Ηπείρου, είχε την ατυχία να μείνει ανεξερεύνητο και σχεδόν άγνωστο στους λαογραφικούς επιστημονικούς κύκλους, μέχρις ότου ό συντάκτης του Λαογραφικού Αρχείου τής Ακαδημίας Αθηνών και γνωστός μουσικολαογράφος Σπύρος Περιστέρης κι ένας άλλος γνωστός μουσικολόγος, ό Αντώνης Λάβδας ασχολήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '50 μ' αυτό και διατύπωσαν το συμπέρασμα, πώς τα Βορειοηπειρωτικά τραγούδια και μόνο αυτά, απ’ όλα τα δημοτικά τραγούδια τής Ελλάδας, στηρίζονται στην πενταφθογγική κλίμακα, πράγμα πού σημαίνει, πώς σώζεται και στην Ελλάδα το είδος αυτό τής μουσικής, πού είναι γνωστό σε πολλά μέρη τής Ασίας, τής Αμερικής και τής Ευρώπης. Και οι δυό διακεκριμένοι ερευνητές δεν μας έδωκαν όμως απαντήσεις σε ερωτήματα, πού όπως είναι φυσικό προκύπτουν, σχετικά με την προέλευση του Βορειοηπειρωτικού τραγουδιού και τις πιθανές επιδράσεις του από άλλους γειτονικούς ή μακρινούς λαούς.
Το δημοτικό τραγούδι τής Βορείου Ηπείρου, είχε την ατυχία να μείνει ανεξερεύνητο και σχεδόν άγνωστο στους λαογραφικούς επιστημονικούς κύκλους, μέχρις ότου ό συντάκτης του Λαογραφικού Αρχείου τής Ακαδημίας Αθηνών και γνωστός μουσικολαογράφος Σπύρος Περιστέρης κι ένας άλλος γνωστός μουσικολόγος, ό Αντώνης Λάβδας ασχολήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '50 μ' αυτό και διατύπωσαν το συμπέρασμα, πώς τα Βορειοηπειρωτικά τραγούδια και μόνο αυτά, απ’ όλα τα δημοτικά τραγούδια τής Ελλάδας, στηρίζονται στην πενταφθογγική κλίμακα, πράγμα πού σημαίνει, πώς σώζεται και στην Ελλάδα το είδος αυτό τής μουσικής, πού είναι γνωστό σε πολλά μέρη τής Ασίας, τής Αμερικής και τής Ευρώπης. Και οι δυό διακεκριμένοι ερευνητές δεν μας έδωκαν όμως απαντήσεις σε ερωτήματα, πού όπως είναι φυσικό προκύπτουν, σχετικά με την προέλευση του Βορειοηπειρωτικού τραγουδιού και τις πιθανές επιδράσεις του από άλλους γειτονικούς ή μακρινούς λαούς.
Γιατί, με βάση ή μοναδικότητα του πολυφωνικού χαρακτήρα και τής πενταφθογγικής Τεχνικής του Βορειοηπειρωτικού τραγουδιού, σ’ όλη την Ελλάδα, γεννιούνται τα ερωτήματα: Οι πενταφθογγικές κλίμακες και η πολυφωνία, πού σώζονται στη Βόρειο Ήπειρο, είναι ντόπια στοιχεία, πού φθάνουν σαν ασταμάτητη παράδοση από την αρχαιότητα ή σημερινή της παρουσία εκεί, είναι άσχετη με την αρχαία Ελληνική μουσική;
Και αν είναι αληθινή ή τελευταία υπόθεση, τότε από που και πότε ήρθε στην περιοχή, το μουσικό αυτό είδος, ποιες ξένες επιδράσεις έχει δεχτεί και από ποιες μακρές εξελίξεις έχει περάσει;
[...]
Το δημοτικό τραγούδι της Β. Ηπείρου, δε μπορεί και δεν εξηγείται να είναι φερμένο στον τόπο αυτό από τούς μοναδικούς γείτονές του, τούς Ιλλυριούς, πού όπως ισχυρίζονται οι σημερινοί Αλβανοί, είναι οι αρχαίοι πρόγονοί τους. Γιατί σε καμμιά από τις γνωστές ιστορικές πηγές, δε φαίνεται, πώς σε κάποια εποχή, συναντιούνται κοινά συγκριτικά στοιχεία μεταξύ του Βορ/κού τραγουδιού κι εκείνου των Ιλλυριών.
Σήμερα, αν επιχειρήσουμε μιά συγκριτική παράταξη του Βορ/ κού τραγουδιού μ’ εκείνο των γειτόνων του, πουθενά δε θα βρούμε κοινά ρυθμικά και μελωδικά γνωρίσματα.
Το δημοτικό τραγούδι τής Β. Ηπείρου, μας παρουσιάζει δυό αξιοπρόσεκτα στοιχεία, την πολυφωνική αντίληψη και τη μουσική περιγραφή, στοιχεία πού αποτελούν βασικούς παράγοντες τής μουσικής τέχνης κι επιστήμης.
Πάνω απ’ όλα όμως, ή Βορειοηπειρωτική μουσική, είναι πολυφωνική, δηλαδή περιέχει στοιχεία του λεγόμενου οριζόντιου μουσικού συστήματος, σύμφωνα με το οποίο, δυό περισσότερες φωνές, αποτελούν ανεξάρτητα ηχητικά σύνολα, πού στην πορεία τους, δημιουργούν κάθετες ηχητικές στήλες και μας δίνουν έτσι την αρμονική αντίληψη.
Αντίθετα τα τραγούδια τής Μέσης και Βορ. Αλβανίας, των Γκέγκηδων, Μαλισόρηδων και Μιρδυτών, είναι αποκλειστικά μονοφωνικά, χωρίς να συναντιέται μέσα σ’ αυτά ή αρμονική αντίληψη.
Στο σύνολό της ή πολυφωνική μελωδία, πού ή συγκροτούν οι ξεχωριστές φωνές του παρτή, του γυριστή ή τσακιστή ή κλώστη και του ισοκράτη, ταυτόχρονα ειπωμένες, χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων, από άντρες ή γυναίκες και από ανάμικτη ομάδα, πλέκεται με τα λυγερά και παιγνιδιάρικα γυρίσματά της, και παίρνει έτσι το δικό της ιδιόμορφο ύφος, τέτοιο πού όμοιό του δεν συναντιέται πουθενά αλλού στον καθαρά Αλβανικό χώρο.
Έχομε λοιπόν, από ή μιά μεριά ή μονοφωνική και πρωτόγονη μορφή τής Αλβανικής μουσικής, κι από την άλλη, το Πολυφωνικό σύστημα του Βορειοηπειρωτικού τραγουδιού, πού σχετίζεται με τις πιο προχωρημένες τάσεις τής πρωτοποριακής μουσικής, έστω και στην πιο αφελή της μορφή.
Οι βαθιές αυτές διαφορές, διαπιστώνονται κι από την απλή ακρόαση των δυό τούτων ξεχωριστών ειδών τής δημοτικής μουσικής. Και δε χρειάζεται να έχει κανένας ειδικές μουσικές γνώσεις ή προσωπικά βιώματα, για να καταλάβει ότι τα Βορειοηπειρωτικά και τα Αλβανικά τραγούδια δεν έχουν τίποτε το όμοιο, τίποτε το κοινό. Οι ίδιοι οι Βορειοηπειρώτες χαρακτηρίζουν όλα τα Αλβανικά τραγούδια, περιφρονητικά ως «Γκέγκικα» για να τονίσουν πιο πολύ τις μεγάλες διαφορές πού έχουν με τα δικά τους.
Διαφορές βεβαιώνονται και από μελετητές το Αλβανικού τραγουδιού. Ο Egrem Cabel αναφέρει, σε μελέτη του, το μονοφωνικό χαρακτήρα του Αλβανικού τραγουδιού.
Το ίδιο παρατηρεί ό καθηγητής Filip Fishtos, προλογίζοντας ή συλλογή 50 μονοφώνων Αλβανικών τραγουδιών της περιοχής Σκόδρα, το Peter Duncu.
Βέβαια, το πολυφωνικό τραγούδι, ακούγεται και από τούς μωαμεθανούς τής Βορείου Ηπείρου, τούς Λιάπηδες. Θα μπορούσε να θεωρηθεί τούτο και σαν επίδραση του ανώτερου πνευματικά ελληνικού στοιχείου του τόπου στους κατώτερους Αλβανούς. Είναι όμως ιστορικά βεβαιωμένο, ότι ό μωαμεθανικός πληθυσμός τής Βορείου Ηπείρου είναι στο μεγαλύτερο βαθμό ελληνικός, πού ασπάστηκε τον μωαμεθανισμό βίαια και ύστερα από συστηματικές πιέσεις, πού ξεκίνησαν από τα πρώτα χρόνια τής κατακτήσεως της χώρας από τούς Τούρκους και κράτησαν σ’ όλο το διάστημα τής Τουρκοκρατίας. Αυτοί οι αλλαξόπιστοι Έλληνες από την Ελληνική τους καταγωγή κράτησαν πολλά θρησκευτικά και πολιτιστικά στοιχεία, ώστε να έχουν και σήμερα ακόμη κοινά ήθη και έθιμα με τους Βορειοηπειρώτες.
Αλλ’ ούτε καν και στα ποιητικά κείμενα των τραγουδιών των δυό γειτονικών λαών δε φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση, όπως παραλλαγές όμοιων τραγουδιών ή άλλα κοινά λογοτεχνικά και ποιητικά στοιχεία.
Φανερές είναι οι διαφορές ανάμεσα σ’ ένα Βορ/κό τραγούδι και σ’ ένα Αλβανικό, πού περιγράφουν το ίδιο ιστορικό γεγονός, την αποτυχημένη ανταρσία του Γκιολέκα.
Τούς Λιάπηδες τούς κίνησε ό Χόντος κι ό Γκιολέκας
τούς Τσάμηδες τούς κίνησε Χαμίτης ό Τσαπάρας...
Κι έπιακαν κούλες και χωριά κι έπιακαν τα ντερβένια
κι εχτύπησαν κι εχάλασαν του βασιλιά τ’ ασκέρια…
Σαν την κοπή τα πρόβατα, σαν τα παχιά κριάρια
σωρεύτηκαν στα Γιάννενα, Λιάπηδες, Αυλωνιάτες
Μπερατινοί και Καστρινοί και Τσάμηδες δεμένοι…
Μίρα θα φίαλε Γκέγκα / Καλά είπε ό Γκέγκας
Μιργιαλά τ’ουνγκιάτε γέτα / Πολυχρονεμένε συνταγματάρχη
με καντάλ ατό ντουρμπέτα / ησυχότερα να χτυπούν οι σάλπιγγες
σε κα σκούαρε Γκιολέκα / γιατί πέρασε ό Γκιολέκας
βέντεβε, μάλιεβε έγρα / στους τόπους και τ’ άγρια βουνά
πρά να πρέτ ένα μπέν λιέτρα / και μας σκοτώνει μας κάνει
ε να βάρ ντέγκα με ντέγκα / σαν χάρτινα κομμάτια και μας
κρεμάει κλαρί σε κλαρί...
Επομένως, έχουμε δύο ξεχωριστά είδη λαϊκής μουσικής, πού τραγουδιούνται σε δυό χωριστές γεωγραφικές περιοχές από δυό διαφορετικούς λαούς. Το πολυφωνικό τραγούδι, πού τραγουδιέται από τούς Έλληνες, στην Ελληνική Βόρειο Ήπειρο και νοτιότερα σε ορισμένα μέρη τής ελεύθερης Ηπείρου, και το μονοφωνικό τραγούδι, πού τραγουδιέται από τούς Αλβανούς στην σημερινή Βόρειο και Μέση Αλβανία.
Μεταξύ τους, δεν μπορούμε να βρούμε ούτε μιά συγκεκριμένη ή ακαθόριστη επιφανειακή αλληλοεπίδραση, πού μέχρι ενός σημείου θα ήταν φυσική, εξαιτίας της μακράς συμβιώσεως του Ελληνικού και του Αλβανικού στοιχείου. Δεν υπάρχει καμιά στενότερη σχέση, πού να δικαιολογεί επίδραση στον εθνολογικό χαρακτήρα του λαού. Οι Βορειοηπειρώτες, πού έχουν πάθει πολλά από τούς Τουρκαλβανούς, είναι φυσικό να μην αισθάνονται καμιά συμπάθεια για τούς δυνάστες τους και πολύ περισσότερο για τα τραγούδια τους. Και όχι μόνο δεν τραγουδούν Αλβανικά τραγούδια, αλλά ούτε και να τα ακούσουν θέλουν.
Συμπερασματικά, δεν μπορεί να στηριχτεί ή άποψη για Ιλλυρική πατρότητα και μ’ επέκταση Αλβανική στο βορειοηπειρωτικό τραγούδι. Ούτε να γίνει σοβαρός λόγος για κάποια επίδραση του ενός στο άλλο, κι ακόμη πιο πολύ, να ταυτιστούν δυό είδη, πού τα ξεχωρίζουν βασικά και ιδιότυπα γνωρίσματα.
Αλλά τότε μήπως, το σημερινό Βορειοηπειρωτικό τραγούδι, είναι απομεινάρι κάποιας ξένης και μακρινής επιμιξίας, κανενός απ’ τούς λαούς, πού σε κάποιο ιστορικό σταυροδρόμι άφησαν τα επισκεπτήρια τους, στον Ηπειρωτικό χώρο;
Και ή άποψη αυτή φαίνεται ότι δεν έχει πολλούς και σοβαρούς λόγους για να σταθεί.
Βέβαια, πολυφωνία απαντιέται και σε κάποιες μορφές Γιουγκοσλαβικών και Ρουμανικών τραγουδιών, ενώ πολλά άλλα δημοτικά Ευρωπαϊκά τραγούδια έχουν ως κοινή βάση την πενταφθογγική κλίμακα.
Είναι γνωστό, ότι η πενταφθογγική κλίμακα χρησιμοποιόνταν στην Ελλάδα από τον 7ο π.Χ. αιώνα. Στη χώρα μας φέρεται ότι την έφερε τότε ό Όλυμπος ό Φρύγιος, πού έζησε στην εποχή του Βασιλιά Μίδα του Β’. Επομένως η Ευρώπη πήρε στοιχεία απ’ ή μουσική τής Ελλάδας και δεν έδωσε σ’ αυτή. Η προχριστιανική Ευρώπη, απ’ την αρχαία ελληνική μουσική θα δανειστεί τα βασικά της στοιχεία, κι αναμειγνύοντας τα δικά της στοιχεία μ’ αυτά θα δημιουργήσει αργότερα την κολοσσιαία μουσική αρχιτεκτονική της, πού συμπληρώνει τον πολιτισμό της.
Έτσι, το Βορειοηπειρωτικό τραγούδι, με τον πενταφθογγικό χαρακτήρα του, αναγνωρίζεται, σαν μιά από τις πιο παλιές μουσικές παραδόσεις τής Ευρώπης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση τής παρουσίας πολυφωνίας στη Γιουγκοσλαβία και ή Ρουμανία θα πρέπει να εξετάσουμε τα κοινά σημεία επαφής των δύο αυτών λαών με τον Ηπειρωτικό χώρο. Οι Σλάβοι πραγματικά, πέρασαν από την Ήπειρο στα μεταχριστιανικά χρόνια, όταν όμως στην Ελλάδα προϋπήρχε η πενταφθογγική κλίμακα, το βασικό στοιχείο του πολυφωνικού τραγουδιού. Θα μπορούσε ακόμη να παρατηρήσει κανένας, ότι ή Βόρειος Ήπειρος, και περισσότερο τα νοτιότερα μέρη αυτής, παρά τις πάμπολλες και καταστρεπτικές ξένες επιδρομές, μπόρεσε και αφομοίωσε όλα τα ξένα στοιχεία, έτσι πού μόνο λίγα ξενικά τοπωνύμια να θυμίζουν σήμερα, την μακρινή εκείνη εποχή. Όσο για τη Ρουμανία, οι δεσμοί της με την Ήπειρο αρχίζουν από τον 12ο αιώνα μ.Χ., όπως μας πληροφορεί ό Ηπειρώτης μελετητής Λαμπρίδης. Η πλούσια κι αυτοκυβέρνητη Βλαχιά είχε προσελκύσει την προτίμηση των Ηπειρωτών ταξιδευτών, από πολύ γρήγορα, πού συνεχίστηκε μέχρι τα τελευταία προπολεμικά χρόνια. Στη Ρουμανία οι Ηπειρώτες σχημάτισαν ισχυρές παροικίες, πολλές φορές ολόκληρα χωριά δικά τους και ανέδειξαν Ηγεμόνες, φωτισμένους διδασκάλους και μεγάλους ευεργέτες.
Εκεί, ό συναισθηματικός Ηπειρώτης, κουβαλάει και τις συνήθειές του, τις παραδόσεις του, τα ήθη και τα έθιμά του. Ο βαρύς πόνος τής ξενητιάς κι ή γλυκιά ανάμνηση τής μακρινής πατρίδας εξωτερικεύονται στο μακρόσυρτο, παραπονιάρικο και μελαγχολικό τραγούδι του.
Γιατί λοιπόν να μη παραδεχτούμε ότι, ή Πολυφωνία στη Ρουμανία είναι αποτέλεσμα επιδράσεως του Ηπειρωτικού στοιχείου, πού για αιώνες ολόκληρους ζούσε και ακτινοβολούσε στον τόπο εκείνο, όταν οι ίδιοι οι Ρουμάνοι παραδέχονται ότι: «Οι Ρουμάνοι πού δεν εδημιούργησαν σχεδόν τίποτε, εδανείσθησαν σχεδόν τα πάντα», όπως λέγει ό Ρουμάνος κριτικός Καραμπέτ Ιμπραλεάνου, στο βιβλίο του το κριτικό πνεύμα στο Ρουμανικό πολιτισμό.
«Όλη η ιστορία του Ρουμανικού πολιτισμού από το τέλος του Μεσαιώνος έως σήμερα (1909) είναι η ιστορία τής διεισδύσεως του ξένου πολιτισμού στις ρουμανικές χώρες», συμπληρώνει ό ίδιος. Και ό Άλκης Μάνθος-Μυρσίνης, ένας Ηπειρώτης βαθύς γνώστης των Ρουμανικών πραγμάτων παρατηρεί: «...Να μη θεωρηθεί υπερβολή το γεγονός ότι ένας εκ των κυριοτέρων δανειστών τής πνευματικής αναγεννήσεως τής χώρας αυτής υπήρξεν ή Ελληνική παιδεία».
Το Βορειοηπειρωτικό λοιπόν δημοτικό τραγούδι, είναι ένα ιδιότυπο είδος Ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, πού δεν μοιάζει απόλυτα με κανένα από τ’ άλλα ελληνικά τραγούδια, είναι όμως Ελληνικό, όπως Ελληνικά είναι τα Κυπριώτικα, τα Ποντιακά, τα Κρητικά και τόσα άλλα ξεχωριστά είδη τής εθνικής μας δημοτικής μουσικής.
Και αυτό το στοιχείο, πού χαρακτηρίζει και ξεχωρίζει σήμερα το Βορειοηπειρωτικό τραγούδι απ’ τα τραγούδια των άλλων ελληνικών περιοχών, η πενταφθογγική κλίμακα, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά στο βάθος των χρόνων, να πρόσθετο στοιχείο ενότητας, πού επιβεβαιώνει, όχι μόνο την κοινή εθνική καταγωγή, αλλά και την κοινότητα όλων των πολιτιστικών άξιών τής επαρχίας με την μητέρα πατρίδα. Άλλωστε, στη Βόρειο Ήπειρο, δεν είναι μόνο τα δημοτικά της τραγούδια, πού ξαφνιάζουν τον ερευνητή για την πιστότητα και αμεσότητα στην αρχαία Ελληνική τους προέλευση. Η ζωή και η παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων της, διασώζουν πολλές συνήθειες από τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό. Το έθιμο πού τηρούσαν μέχρι τα τελευταία χρόνια στο χωριό Πολύτσανη τής Βορ. Ηπείρου, πού πλένουν τα πόδια και τα χέρια του φιλοξενούμενου, είναι τα αρχαία «ποδόνιπτρα ύδατα» και η «μακαρία», το δείπνο μετά την ταφή, το «περίδειπνον» των αρχαίων. Δεν θα αναφερθούμε δε στα πάρα πολλά κοινά έθιμα, συνήθειες και ονόματα μεταξύ της Βορ. Ηπείρου και του λοιπού Βορειοελλαδικού χώρου, πού διαπιστώσαμε και από τις ανακοινώσεις πολλών συνέδρων και πού επιβεβαιώνουν τα «Ομότροπα ήθη» το «εδραίον θεμέλιον τής Εθνικής των Ελλήνων συνειδήσεως».
Αυτό είναι το Βορειοηπειρωτικό δημοτικό τραγούδι, σ’ αδρές γραμμές. Ένα ζωντανό μνημείο του αστέρευτου λαογραφικού θησαυρού τής Βορείου Ηπείρου. Ελληνικό, γνήσιο, ανόθευτο, πηγαίο, πού ό θρηνητικός του ήχος, σε συνδυασμό με μιά βαθιά μελαγχολική αίσθηση του στίχου του, συγκινεί και συγκλονίζει πάντοτε, όχι μόνο τούς τραγουδιστές του, αλλά και τούς αμύητους ακροατές του.
Εκ της εισηγήσεως του κυρίου Μενέλαου Σ. Ζώτου στο Γ’ Συμπόσιο Λαογραφίας Βορειοελλαδικού Χώρου που έγινε στην Αλεξανδρούπολη, 14-18 Οκτωβρίου 1976, Εκδόσεις του ΙΜΧΑ (1979).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου