Οι Βυζαντινοί, για την εκκλησιαστική τους μουσική, χρησιμοποιούν, στο τεχνικό της μέρος μόνο, το πολύτροπο σύστημα των κατοίκων της Ελλάδας. Στο μελωδικό της, όμως, χρησιμοποιούν μελωδίες από τους Εβραίους , τους Ινδούς και άλλους λαούς της ανατολής. Με αυτά τα στοιχεία συνθέτουν μια δική τους μουσική, την βυζαντινή. Έχει επικρατήσει η συνήθεια να θεωρείται η μουσική αυτή ελληνική, σε επέκταση της άλλης συνήθειας, να θεωρείται σαν ελληνική η βυζαντινή αυτοκρατορία και σαν ελληνικό κάθε τι το βυζαντινό, πράγμα που πολλοί ιστορικοί δεν το θεωρούν ορθό.
Ανεξάρτητα, όμως από αυτό η βυζαντινή μουσική έδωσε μελωδίες υπέροχες, αλλά μελωδίες με θρησκευτική κατάνυξη, μυσταγωγία και μεταφυσικά οράματα, κατάλληλη μόνο για να ικετεύουν τον θεόν οι χριστιανοί να τους ευσπλαχνισθεί. Να τους ελεήσει να κατακτήσουν την μέλλουσα ζωή, που αποτελεί το υψηλότερο ιδανικό της εποχής, με την υπόσχεση ότι θα τηρούν τις θρησκευτικές εντολές, για να απέχουν από την άλλη, την προσωρινή, την εγκόσμια ζωή. Για αυτό οι βυζαντινές μελωδίες περιέχουν την ικεσία, το έλεος, την μυστικοπάθεια και για αυτό η μουσική αυτού του είδους είναι εξωκοσμική, ακατάλληλη για την καθημερινή ζωή και τις απολαύσεις της. Ευνόητο ότι η μουσική αυτή διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις επιθυμίες της άρχουσας τάξεως εκείνης της κοινωνίας, που την αποτελούσαν αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, χωροδεσπότες και κληρικοί. Αυτό το είδος της μουσικής το προτιμούσαν και για κάποιο άλλο σκοπό : να διαπαιδαγωγούνται οι λαοί της αυτοκρατορίας τους, για να είναι όχι απλώς υπάκουοι στους εκκλησιαστικούς και τους άλλους άρχοντες της τεράστιας αυτοκρατορίας τους και προ παντός στον αυτοκράτορα, που είναι και ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης, αλλά και να προσβλέπουν προς αυτούς με «έλεος» και με «ικεσίες». Και να μένουν δουλοπάροικοι υποτελείς.
Οι Έλληνες υπήκοοι του Βυζαντίου έγιναν χριστιανοί, αλλά δεν απέβαλαν τις συνήθειες, για να απολαμβάνουν την εγκόσμια, την καθημερινή ζωή, που την συνεχίζουν , κυρίως στα ορεινά και την τραγουδούν. Την τραγουδούν όχι με την βυζαντινή, αλλά με την δική τους , την παραδοσιακή, που δεν είναι άλλη από την δημοτική. Αυτήν, δηλαδή, που έφτασε ως την εποχή μας. Η μουσική αυτή είναι γνήσια ελληνική. Στο τεχνικό της μέρος είναι «πολύτροπη» ( δώρειος, υποδώρειος κ.λ.π.) . δηλαδή χρησιμοποιεί το σύστημα συνθέσεως των αρχαίων Ελλήνων, αλλά ταυτόχρονα και στο μελωδικό της χρησιμοποιεί, επίσης, τα στοιχεία που παραδοσιακά προέρχονται, από τις αρχαίες ελληνικές μελωδίες. Έτσι, στην περίοδο του Βυζαντίου υπάρχουν δύο είδη μουσικής. Η εκκλησιαστική, που είναι εξωκοσμική και η δημοτική που είναι εγκόσμια. Αυτά τα δύο είδη μουσικής είναι όμοια, σχεδόν, στο τεχνικό τους μέρος, αλλά διαφέρουν στο ότι χρησιμοποιούν διαφορετικά στοιχεία στο μελωδικό τους. Ακριβώς γιατί άλλους σκοπούς εξυπηρετεί η μία και άλλους η άλλη.
Γεννάται το ερώτημα : Γιατί οι Βυζαντινοί δεν θέλησαν να δανεισθούν, για την εκκλησιαστική τους μουσική, μελωδίες από την ελληνική και γιατί κατέφυγαν στους ανατολικούς λαούς; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην διαφορά αντιλήψεων για την ζωή, που προέρχεται από λόγους κοινωνικούς. Οι Βυζαντινοί έχουν ιδεώδες την μέλλουσα ζωή. Για να την κατακτήσουν πρέπει να αποφεύγουν την εγκόσμια, να είναι εγκρατείς, ολιγαρκείς, στα όσα τους παραχωρούν οι άρχοντες και ν΄ακολουθούν καθορισμένους, αυστηρούς κανόνες θρησκευτικούς. Να είναι ταπεινοί , υπάκουοι, γεμάτοι έλεος και ικεσία προς τον ουράνιο θεό και προς τους επί γης άρχοντες. Έχουν, δηλαδή, θεοκρατικές αντιλήψεις για την ζωή, για αυτό και χρειάζονται μουσική θεοκρατική, μυστικοπαθή. Να παροτρύνονται οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας να ικετεύουν τον θεό, να τους χαρίσει αυτήν την μέλλουσα ζωή και να μην έχουν διεκδικήσεις από τους άρχοντες.
Οι Έλληνες , όμως, διαθέτουν μελωδίες που παραδοσιακά προέρχονται από αρχαίες ελληνικές και εκφράζουν αντιλήψεις και επιθυμίες των προγόνων τους , όχι για μέλλουσα , αλλά για παρούσα ζωή. Οι αντιλήψεις αυτές όχι μόνο δεν είναι θεοκρατικές , αλλά, αντίθετα , παροτρύνουν το άτομο να απολαμβάνει την καθημερινή ζωή, τον χορό, το τραγούδι, το κρασί, το φαγητό, τον έρωτα, τα νιάτα, τις γυναίκες, την παλληκαροσύνη. Για αυτό και οι μελωδίες τους περιέχουν όχι θεοκρατικά, αλλά ανθρωπιστικά στοιχεία, όπως το χαρωπό, το ειδυλλιακό, το ελεγειακό μέχρι και το ηρωικό. Η μία, η βυζαντινή, ψάλλεται με κατάνυξη. Η άλλη, η δημοτική, τραγουδιέται με χαμόγελα και κέφι. Για τους Βυζαντινούς η δημοτική μουσική, από άποψη μελωδίας, είναι αντίθετη προς το ιδεώδες της θεοκρατικής φιλοσοφίας τους. Ξέρουν πολύ καλά ότι η δημοτική στην μελωδία περιέχει στοιχεία που διαπαιδαγωγούν τον άνθρωπο να απολαμβάνει την ζωή, πράγμα που τον εξωθεί σε δράση, για να αποκτήσει όσα χρειάζονται για την εγκόσμια ζωή, παραμελώντας την μέλλουσα, ενώ οι Βυζαντινοί θέλουν τον άνθρωπο άβουλο ικέτη, να μεριμνά μόνο για την μέλλουσα ζωή. Για αυτό για τους Βυζαντινούς η δημοτική είναι ειδωλολατρική, οδηγεί δηλαδή σε άρνηση της καθεστηκυίας τάξεώς τους. Επειδή, όμως, είναι η μόνη που έχει διαμορφωμένο σύστημα συνθέσεως , περιορίζονται να πάρουν από αυτήν μόνο το τεχνικό της μέρος. Για τις μελωδίες τους καταφεύγουν σε ανατολικούς λαούς, που είναι καταλληλότερες για μυστικοπάθεια και υποταγή.
Η αντίθεση αυτή μεταξύ εκκλησιαστικής και δημοτικής στην μελωδία , υπήρξε μία από τις αιτίες , για να μην εξελιχθεί η μουσική στο Βυζάντιο, όταν η αυτοκρατορία βρισκόταν σε άνθιση. Για τους Βυζαντινούς αρκούν οι μελωδίες για ικεσία και τίποτε άλλο. Δεν έχουν κανένα κίνητρο, καμμία ανάγκη για κάτι καλύτερο ή τελειότερο. Οι αξιωματούχοι , οι άρχοντες και οι χωροδεσπότες του Βυζαντίου δεν καλλιεργούν την μουσική, γιατί δεν πρέπει να επιδίδονται τόσο φανερά στην απόλαυση της εγκόσμιας ζωής και, έτσι δεν δίνουν ώθηση για την εξέλιξή της, όπως έκαναν οι χωροδεσπότες της δύσεως. Ο ελληνικής καταγωγής πληθυσμός της αυτοκρατορίας όμως, επιδίδεται στην δική του, την εγκόσμια μουσική, όσο επιτρέπει, φυσικά ,η ανάπτυξή του, δηλαδή η κλειστή οικονομία του. Αλλά αυτή δεν φτάνει για τίποτα περισσότερο από την παραδοσιακή μετάδοση της μουσικής των πατέρων. Στην στασιμότητα της κοινωνίας του Βυζαντίου πρέπει, λοιπόν, να αποδοθεί το ότι η μουσική στον χώρο του έμεινε στάσιμη. Εφ΄ όσον η άρχουσα τάξη του δεν προχώρησε στην αναγέννηση, όπως στην Ευρώπη, δεν αναγεννήθηκε ούτε η μουσική , ούτε οι άλλες τέχνες με τα γράμματα. Συνεπώς δεν είναι ορθό αυτό που υποστηρίζει ο Θεοδωράκης, ότι δήθεν η στασιμότητα της μουσικής στο πολύτροπο σύστημα, στο Βυζάντιο, οφείλεται στο ότι ηορθοδοξία, απαγόρευσε να εισαχθεί στην εκκλησία το όργανο, που το είχαν ανακαλύψει οι Βυζαντινοί , και από αυτούς το πήρε κατόπιν ο καθολικισμός και στο εισήγαγε στην δική του εκκλησία. Η κοινωνία διέθετε και στην βυζαντινή περίοδο όργανα για την κοσμική μουσική, την δημοτική. Και αν η κοινωνία εκείνη περνούσε στην οικονομική της αναγέννηση, θα περνούσε και στην αναγέννηση της μουσικής της, έστω και αν η εκκλησία συνέχιζε να απαγορεύει το όργανο στους ναούς. Θα το έβαζαν, αυτό η κάτι παρόμοιο, οι χωροδεσπότες στους πύργους τους και θα έδιναν, έτσι, ώθηση στην πολυφωνία. Άλλωστε και σήμερα η ορθοδοξία απαγορεύει το όργανο στην εκκλησία, αλλά η μουσική των πιστών της στην καθημερινή τους ζωή, δεν επηρεάζεται από αυτήν.
Απόσπασμα εκ του βιβλίου « Η κατάπτωση στην Ελληνική μουσική – κατάπτωση κοινωνική και εθνική» του ΛΑΖ. ΑΡΣ. Αρσενίου εκδοθέν εν έτη 1979 εις την Λάρισα.
Ανεξάρτητα, όμως από αυτό η βυζαντινή μουσική έδωσε μελωδίες υπέροχες, αλλά μελωδίες με θρησκευτική κατάνυξη, μυσταγωγία και μεταφυσικά οράματα, κατάλληλη μόνο για να ικετεύουν τον θεόν οι χριστιανοί να τους ευσπλαχνισθεί. Να τους ελεήσει να κατακτήσουν την μέλλουσα ζωή, που αποτελεί το υψηλότερο ιδανικό της εποχής, με την υπόσχεση ότι θα τηρούν τις θρησκευτικές εντολές, για να απέχουν από την άλλη, την προσωρινή, την εγκόσμια ζωή. Για αυτό οι βυζαντινές μελωδίες περιέχουν την ικεσία, το έλεος, την μυστικοπάθεια και για αυτό η μουσική αυτού του είδους είναι εξωκοσμική, ακατάλληλη για την καθημερινή ζωή και τις απολαύσεις της. Ευνόητο ότι η μουσική αυτή διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις επιθυμίες της άρχουσας τάξεως εκείνης της κοινωνίας, που την αποτελούσαν αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, χωροδεσπότες και κληρικοί. Αυτό το είδος της μουσικής το προτιμούσαν και για κάποιο άλλο σκοπό : να διαπαιδαγωγούνται οι λαοί της αυτοκρατορίας τους, για να είναι όχι απλώς υπάκουοι στους εκκλησιαστικούς και τους άλλους άρχοντες της τεράστιας αυτοκρατορίας τους και προ παντός στον αυτοκράτορα, που είναι και ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης, αλλά και να προσβλέπουν προς αυτούς με «έλεος» και με «ικεσίες». Και να μένουν δουλοπάροικοι υποτελείς.
Οι Έλληνες υπήκοοι του Βυζαντίου έγιναν χριστιανοί, αλλά δεν απέβαλαν τις συνήθειες, για να απολαμβάνουν την εγκόσμια, την καθημερινή ζωή, που την συνεχίζουν , κυρίως στα ορεινά και την τραγουδούν. Την τραγουδούν όχι με την βυζαντινή, αλλά με την δική τους , την παραδοσιακή, που δεν είναι άλλη από την δημοτική. Αυτήν, δηλαδή, που έφτασε ως την εποχή μας. Η μουσική αυτή είναι γνήσια ελληνική. Στο τεχνικό της μέρος είναι «πολύτροπη» ( δώρειος, υποδώρειος κ.λ.π.) . δηλαδή χρησιμοποιεί το σύστημα συνθέσεως των αρχαίων Ελλήνων, αλλά ταυτόχρονα και στο μελωδικό της χρησιμοποιεί, επίσης, τα στοιχεία που παραδοσιακά προέρχονται, από τις αρχαίες ελληνικές μελωδίες. Έτσι, στην περίοδο του Βυζαντίου υπάρχουν δύο είδη μουσικής. Η εκκλησιαστική, που είναι εξωκοσμική και η δημοτική που είναι εγκόσμια. Αυτά τα δύο είδη μουσικής είναι όμοια, σχεδόν, στο τεχνικό τους μέρος, αλλά διαφέρουν στο ότι χρησιμοποιούν διαφορετικά στοιχεία στο μελωδικό τους. Ακριβώς γιατί άλλους σκοπούς εξυπηρετεί η μία και άλλους η άλλη.
Γεννάται το ερώτημα : Γιατί οι Βυζαντινοί δεν θέλησαν να δανεισθούν, για την εκκλησιαστική τους μουσική, μελωδίες από την ελληνική και γιατί κατέφυγαν στους ανατολικούς λαούς; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην διαφορά αντιλήψεων για την ζωή, που προέρχεται από λόγους κοινωνικούς. Οι Βυζαντινοί έχουν ιδεώδες την μέλλουσα ζωή. Για να την κατακτήσουν πρέπει να αποφεύγουν την εγκόσμια, να είναι εγκρατείς, ολιγαρκείς, στα όσα τους παραχωρούν οι άρχοντες και ν΄ακολουθούν καθορισμένους, αυστηρούς κανόνες θρησκευτικούς. Να είναι ταπεινοί , υπάκουοι, γεμάτοι έλεος και ικεσία προς τον ουράνιο θεό και προς τους επί γης άρχοντες. Έχουν, δηλαδή, θεοκρατικές αντιλήψεις για την ζωή, για αυτό και χρειάζονται μουσική θεοκρατική, μυστικοπαθή. Να παροτρύνονται οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας να ικετεύουν τον θεό, να τους χαρίσει αυτήν την μέλλουσα ζωή και να μην έχουν διεκδικήσεις από τους άρχοντες.
Οι Έλληνες , όμως, διαθέτουν μελωδίες που παραδοσιακά προέρχονται από αρχαίες ελληνικές και εκφράζουν αντιλήψεις και επιθυμίες των προγόνων τους , όχι για μέλλουσα , αλλά για παρούσα ζωή. Οι αντιλήψεις αυτές όχι μόνο δεν είναι θεοκρατικές , αλλά, αντίθετα , παροτρύνουν το άτομο να απολαμβάνει την καθημερινή ζωή, τον χορό, το τραγούδι, το κρασί, το φαγητό, τον έρωτα, τα νιάτα, τις γυναίκες, την παλληκαροσύνη. Για αυτό και οι μελωδίες τους περιέχουν όχι θεοκρατικά, αλλά ανθρωπιστικά στοιχεία, όπως το χαρωπό, το ειδυλλιακό, το ελεγειακό μέχρι και το ηρωικό. Η μία, η βυζαντινή, ψάλλεται με κατάνυξη. Η άλλη, η δημοτική, τραγουδιέται με χαμόγελα και κέφι. Για τους Βυζαντινούς η δημοτική μουσική, από άποψη μελωδίας, είναι αντίθετη προς το ιδεώδες της θεοκρατικής φιλοσοφίας τους. Ξέρουν πολύ καλά ότι η δημοτική στην μελωδία περιέχει στοιχεία που διαπαιδαγωγούν τον άνθρωπο να απολαμβάνει την ζωή, πράγμα που τον εξωθεί σε δράση, για να αποκτήσει όσα χρειάζονται για την εγκόσμια ζωή, παραμελώντας την μέλλουσα, ενώ οι Βυζαντινοί θέλουν τον άνθρωπο άβουλο ικέτη, να μεριμνά μόνο για την μέλλουσα ζωή. Για αυτό για τους Βυζαντινούς η δημοτική είναι ειδωλολατρική, οδηγεί δηλαδή σε άρνηση της καθεστηκυίας τάξεώς τους. Επειδή, όμως, είναι η μόνη που έχει διαμορφωμένο σύστημα συνθέσεως , περιορίζονται να πάρουν από αυτήν μόνο το τεχνικό της μέρος. Για τις μελωδίες τους καταφεύγουν σε ανατολικούς λαούς, που είναι καταλληλότερες για μυστικοπάθεια και υποταγή.
Η αντίθεση αυτή μεταξύ εκκλησιαστικής και δημοτικής στην μελωδία , υπήρξε μία από τις αιτίες , για να μην εξελιχθεί η μουσική στο Βυζάντιο, όταν η αυτοκρατορία βρισκόταν σε άνθιση. Για τους Βυζαντινούς αρκούν οι μελωδίες για ικεσία και τίποτε άλλο. Δεν έχουν κανένα κίνητρο, καμμία ανάγκη για κάτι καλύτερο ή τελειότερο. Οι αξιωματούχοι , οι άρχοντες και οι χωροδεσπότες του Βυζαντίου δεν καλλιεργούν την μουσική, γιατί δεν πρέπει να επιδίδονται τόσο φανερά στην απόλαυση της εγκόσμιας ζωής και, έτσι δεν δίνουν ώθηση για την εξέλιξή της, όπως έκαναν οι χωροδεσπότες της δύσεως. Ο ελληνικής καταγωγής πληθυσμός της αυτοκρατορίας όμως, επιδίδεται στην δική του, την εγκόσμια μουσική, όσο επιτρέπει, φυσικά ,η ανάπτυξή του, δηλαδή η κλειστή οικονομία του. Αλλά αυτή δεν φτάνει για τίποτα περισσότερο από την παραδοσιακή μετάδοση της μουσικής των πατέρων. Στην στασιμότητα της κοινωνίας του Βυζαντίου πρέπει, λοιπόν, να αποδοθεί το ότι η μουσική στον χώρο του έμεινε στάσιμη. Εφ΄ όσον η άρχουσα τάξη του δεν προχώρησε στην αναγέννηση, όπως στην Ευρώπη, δεν αναγεννήθηκε ούτε η μουσική , ούτε οι άλλες τέχνες με τα γράμματα. Συνεπώς δεν είναι ορθό αυτό που υποστηρίζει ο Θεοδωράκης, ότι δήθεν η στασιμότητα της μουσικής στο πολύτροπο σύστημα, στο Βυζάντιο, οφείλεται στο ότι ηορθοδοξία, απαγόρευσε να εισαχθεί στην εκκλησία το όργανο, που το είχαν ανακαλύψει οι Βυζαντινοί , και από αυτούς το πήρε κατόπιν ο καθολικισμός και στο εισήγαγε στην δική του εκκλησία. Η κοινωνία διέθετε και στην βυζαντινή περίοδο όργανα για την κοσμική μουσική, την δημοτική. Και αν η κοινωνία εκείνη περνούσε στην οικονομική της αναγέννηση, θα περνούσε και στην αναγέννηση της μουσικής της, έστω και αν η εκκλησία συνέχιζε να απαγορεύει το όργανο στους ναούς. Θα το έβαζαν, αυτό η κάτι παρόμοιο, οι χωροδεσπότες στους πύργους τους και θα έδιναν, έτσι, ώθηση στην πολυφωνία. Άλλωστε και σήμερα η ορθοδοξία απαγορεύει το όργανο στην εκκλησία, αλλά η μουσική των πιστών της στην καθημερινή τους ζωή, δεν επηρεάζεται από αυτήν.
Απόσπασμα εκ του βιβλίου « Η κατάπτωση στην Ελληνική μουσική – κατάπτωση κοινωνική και εθνική» του ΛΑΖ. ΑΡΣ. Αρσενίου εκδοθέν εν έτη 1979 εις την Λάρισα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου