Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Richard Wagner (Α' Μέρος) : Η ζωή του


Συνθέτης, μουσικός, μαέστρος και θεατρικός σκηνοθέτης. Γεννηθείς στις 22 Μαϊου του 1813 στην Λειψία της Γερμανίας. Ήταν το ένατο τέκνο του Carl Friedrich Wagner (υπαλλήλου γραφείου σε αστυνομικό τμήμα της πόλης) και της Johanna Rosine. Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν ακόμη βρέφοε και η μητέρα του παντρεύτηκε τον Ludwig Geyer, ταλαντούχο ζωγράφο, ποιητή και ηθοποιό. Το 1814 η οικογένεια μετακόμισε στην Δρέσδη. Ο Wagner αγάπησε το θεάτρο από μικρός μέσω του πατριού του και συμμετείχε σε αρκετές παραστάσεις του τελευταίου. Το 1820 παρακολουθεί τα πρώτα μαθήματα πιάνου στο σχολείο όπου φοιτούσε στο Possendorf, αλλά το 1821 όταν ο πατριός του πεθαίνει, τον στέλνουν σε νέο σχολείο στην Δρέσδη. Ο νεαρός Wagner φιλοδοξούσε να γίνει θεατρικός συγγραφέας και η πρώτη προσπάθειά του ήρθε μόλις το 1826 με την τραγωδία Leubald, βαθειά επηρεασμένη από το έργο του Shakespeare και του Goethe· αποφασισμένος καθώς ήταν να γράψει και μουσική για τούτο το πρώτο του έργο, πείθει την οικογένειά του να τον αφήσουν να παρακολουθήσει μαθήματα μουσικής.
Το 1828 έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά με την μουσική του Beethoven, με την 7η και 9η Συμφωνία, γεγονός που απετέλεσε την έμπνευση και την αρχή του συνθετικού του έργου με σονάτες για πιάνο και τις πρώτες προσπάθειες για ορχηστρικές ουβερτούρες (overture: μουσική εισαγωγή). Το 1829 παρακολουθεί επί σκηνής την σοπράνο Wilhelmine Schroeder-Derrient και εκσταστιασμένος από την ερμηνεία της την αναγάγει σε ιδανική ενσάρκωση της ενώσεως του δράματος με την όπερα.
Το 1831 γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Ληψείας· παρακολουθεί μαθήματα σύνθεσης και ο καθηγητής του, Christian Theodor Weinling, ενθουσιάζεται με το έμφυτο μουσικό του ταλέντο που αρνείται να δεχθεί αμοιβή.
Το 1833 με την βοήθεια του αδελφού του Albert, o Wagner καταφέρνει να διορισθεί διευθυντής της χορωδίας στο Würzburg και το ίδιο έτος συνθέτει την πρώτη του όπερα, Die Feen (Οι νεράϊδες), η οποία δεν ανέβηκε στην σκηνή παρά μισό αιώνα αργότερα, λίγο καιρό μετά τον θάνατό του. Για λίγο καιρό διετέλεσε μουσικός διευθυντής στην όπερα του Magdeburg, οπότε συνέγραψε και συνέθεσε το έργο Das Leibesverbot· το 1836 ανέβηκε στο θέατρο του Magdeburg μόνο για 1 παράσταση. Η θεατρική εταιρεία που τον είχε προσλάβει κατέρρευσε αφήνοντάς τον οικονομικά τσακισμένο, κι έτσι αποφασίζει να ακολουθήσει την αγαπημένο του ήδη από το 1834 Christine Wilhelmine "Minna" Planer στο Königsberg. Οι δυο τους παντρεύτηκαν τον ίδιο χρόνο, αλλά το 1837 η Minna εγκαταλείπει τον Wagner για κάποιον άλλον και ο συνθέτης μετακομίζει στην Ρίγα όπου προσλαμβάνεται ως μουσικός διευθυντής της τοπικής όπερας. Το ζευγάρι επανασυνδέεται το 1838, αλλά έναν χρόνο αργότερα φεύγουν ευσπεσμένα από την Ρίγα προκειμένου να ξεφύγουν από τους δανειστές τους· ταξιδεύουν για το Λονδίνο υπό καταιγίδα, γεγονός που ενέπνευσε την επόμενη όπερά του: Der fliegende Hollander (O Ιπτάμενος Ολλανδός).
Την 4η όπερά του, Rienzi, την ολοκληρώνει το 1840, και ανεβαίνει στο θέατρο της Δρέσδης το 1842. Τα επόμενα χρόνια παρουσιάζονται στο ίδιο θέατρο 2 όπερες του: το 1843 ο Ιπτάμενος Ολλανδός και το 1845 η όπερα Tannhäuser. 

Το 1848 αναγκάζεται να φύγει από την Δρέσδη καθώς είχε κάποιον βοηθητικό ρόλο σε μια αποτυχημένη επανάσταση που ξέσπασε το 1848. Πέρασε τα επόμενα 12 χρόνια εξορισμένος από την Γερμανία. Είχε ήδη ολοκληρώσει, πριν το ξέσπασμα της επανάστασης, την όπερα Lohengrin, για την οποία έγραψε στον Franz Liszt και τον παρακάλεσε να την ανεβάσει παρά την απουσία του· ο Liszt διηύθυνε την πρεμιέρα στο θέατρο της Βαϊμάρης το 1850. 
Το 1849 γράφει τις μελέτες Die Kunst und die Revolution (Η Τέχνη και η Επανάσταση) και Das Kunstwerk der Zukunft (Η τέχνη στο μέλλον) όπου, εκτός των άλλων, περιγράφει την ιδανική μορφή όπερας ως "συνολικό έργο τέχνης" (Gesamtkunstwerk), στο οποίο οι διάφορες μορφές τέχνης - μουσική, τραγούδι, χορός, ποίηση, εικαστική και θεατρική τέχνη - θα συνενώνονταν. Το 1850 με το βιβλίο "Ο Ιουδαϊσμός στην Μουσική" ο συνθέτης κάνει γνωστές της αντισημιτικές του απόψεις· υποστήριζε ότι οι Εβραίοι δεν έχουν καμιά σχέση με το Γερμανικό Πνεύμα και ως εκ τούτου ήταν ικανοί μόνο για παραγωγή ρηχής, άνευ πνευματικού βάθους μουσικής. Συνέθεταν μουσική με μοναδικό σκοπό την δημοτικότητά της και κατ' επέκταση την οικονομική τους επιτυχία, σκοπός κατ' αρχήν διαμετρικά αντίθετος με τα αυθεντικά έργα τέχνης.
Πριν φύγει από την Δρέσδη είχε ήδη γράψει ένα πρόχειρο σενάριο που τελικά διαμορφώθηκε στην τετραλογία του Das Ring des Nibelungen (Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν). Αρχικά είχε γράψει μια αυτοτελή όπερα Siegfrieds Tod (O θάνατος του Siegfried) το 1848, την οποία, κατά την παραμονή του στην Ζυρίχη, διάνθισε προσθέτοντας ένα κομμάτι αναφερόμενο στο παρελθόν του ήρωα (Der junge Siegfried). Ολοκλήρωσε την τετραλογία γράφοντας τα λιμπρέτα για την όπερα Die Walküre (Η Βαλκυρία) και την όπερα Das Rheingold (O Χρυσός του Ρήνου) και κατόπιν προχώρησε σε συνολικές διορθώσεις και συμπληρώσεις (1852). Την μουσική για τις όπερες ξεκίνησε να την συνθέτει το 1853, πρώτα για το Das Rheingold (1853-4), ακολούθησε αμέσως η μουσική για την Βαλκυρία (1854-6) και για τον Siegfried (1856-7), την οποία και δεν ολοκλήρωσε καθώς ενθουσιάστηκε με μια νέα ιδέα και συγκεντρώθηκε σ' αυτήν: την όπερα Τριστάνος & Ιζόλδη, βασισμένη στην γνωστή μεσαιωνική ιστορία αγάπης. 
Πήγη της εμπνεύσεώς του για την νέα όπερα απετέλεσε η φιλοσοφία του Schopenhauer την οποία γνώρισε το 1854 χάρη σ' έναν φίλο του ποιητή· αργότερα, υποστήριξε ότι αυτό ήταν το σημαντικότερο γεγονός της ζωής του. Ενα εκ των δογμάτων του Schopenhauer συνίστατο στο ότι η μουσική κατείχε ηγετική θέση επί των τεχνών ως η άμεση έκφραση της ουσίας του κόσμου. Αυτή η άποψη ερχόταν σε αντίθεση με όσα είχε υποστηρίξει ο Wagner στο βιβλίο του Opera und Drama (1851), πως η μουσική σε μα όπερα κατείχε δευτερεύουσα θέση σε σχέση με το εξελισσόμενο δράμα. Μελετητές του βαγκνερικού έργου υποστηρίζουν πως ο συνθέτης επηρεάστηκε καταλυτικά από το εν λόγω δόγμα και εφ' εξής προσέδωσε κυριαρχικότερο ρόλο στην μουσική στις μεταγενέστερες όπερές του και στο υπόλοιπο κομμάτι του Δαχτυλιδιού που δεν είχε ολοκληρώσει μουσικά. 
Έτερη πηγή της εμπνεύσεως του για το Τριστάνος & Ιζόλδη αποτέλεσε η ποιήτρια-συγγραφέας Mathilde Wesendonck, η οποία μμαζί με τον σύζυγό της Otto Wesendonck (λάτρεις της μουσικής και οι δύο) υποστήριξαν οικονομικά τον Wagner και του παραχώρησαν κι ένα σπίτι στην εξοχή ως ησυχαστήριο. Ο Wagner ανέπτυξε κρυφό δεσμό με την Mathilde, ο οποίος σταμάτησε απότομα το 1858 καθώς η Μinna, η νόμιμη σύζυγος, υπέκλεψε μια ερωτική επιστολή του και ο συνθέτης αναγκάστηκε να φύγει στην Βενετία. Το 1859 πηγαίνει στο Παρίσι για να επιτηρήσει μια νέα παραγωγή του Tannhäuser, η οποία αποδείχθηκε πλήρης αποτυχία. 

Το 1862 έληξε η πολιτική του εξορία και ο συνθέτης εγκαταστάθηκε στο Biebrich της Πρωσίας. Από το 1861-4 προσπαθούσε να ανεβάσει το Τριστάνος & Ιζόλδη στην Βιέννη, αλλά παρά τις πολυάριθμες πρόβες το έργο δεν μπορούσε να παιχθεί, καθώς θεωρήθηκε ως αδύνατο να ερμηνευθεί φωνητικά. 
Το 1864 ανέβηκε στον θρόνο της Βαυαρίας ο 18χρονος θαυμαστής του Wagner βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΙ, ο οποίος έφερε τον συνθέτη στο Μόναχο, πλήρωσε τα χρέη του και του πρότεινε την παραγωγή πολλών έργων του. Μετά από πολλές δυσκολίες στις πρόβες, τελικά το Τριστάνος & Ιζόλδη ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο του Μονάχου το 1865. Διευθυντής της ορχήστρας ήταν ο Hans von Bülow, η γυναίκα του οποίου, η Cosima, γέννησε λίγους μήνες μετά την πρεμιέρα ένα κοριτσάκι, την Ιζόλδη· πατέρας της ήταν ο Wagner. Η Cosima ήταν 24 χρόνια νεότερη του συνθέτη, ήταν και η ίδια εξώγαμο παιδί, κόρη της δούκισσας Marie d' Agoult και του Franz Liszt· ο τελευταίος δεν ενέκρινε τον δεσμό του συνθέτη με την κόρη του παρόλο που οι δύο άνδρες ήταν φίλοι. Το σκάνδαλο που προκάλεσε στην κοινωνία της πόλης η επίμαχη σχέση οδήγησε στην απομάκρυνση του Wagner από το Μόναχο και από την άμεση προστασία του νεαρού βασιλιά· ωστόσο συνέχισε να τον υποστηρίζει παρέχοντάς του στέγη στην λίμνη Λουκέρνη της Ελβετίας και βοηθώντας τον στην παρουσίαση των έργων του στο θέατρο του Μονάχου, συμπεριλαμβανομένων και των 2 εκ της τετραλογίας του Δαχτυλιδιού, τις όπερες Rheingold και Die Walküre. Ωστόσο, το όνειρο του συνθέτη να παρουσιάσει τον πρώτο ολοκληρωμένο κύκλο έργων του σε ένα ξεχωριστό φεστιβάλ με το οποίο θα εγκαινιαζόταν ένα νέο κτίριο όπερας, παρέμενε απραγματοποίητο. 
Ο Wagner, η Cosima και ο μικρός Siegfried
Το 1866 η Minna πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και η Cosima ζητά επανειλλημένως από τον Hans von Bülow διαζύγιο, εκείνος όμως αρνείται μέχρι που η Cosima αποκτά 2 ακόμα παιδιά με τον Wagner - την Eva και τον Siegfried. Οι δυο τους παντρεύονται το 1870.
Το 1871 ο Wagner μετακομίζει στην κωμόπολη Bayreuth, όπου αργότερα θα ανεγερθεί μια νέα όπερα. Το τοπικό συμβούλιο δώρισε ένα μεγάλο κομμάτι γης με θέα σ' όλην την πολη ως τοποθεσία ανεγέρσεώς του. Η θεμέλια λίθος για το Φεστιβάλ του Bayreuth είχε τεθεί· ο Λουδοβίκος ΙΙ αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει το σχέδιο και προκειμένου να μαζευθούν χρήματα για την υλοποίηση του σχεδίου δημιουργήθηκαν διάφορες "βαγκνερικές κοινότητες" σε πολλές πόλεις τις οποίες επισκεπτόταν ο συνθέτης και διηύθυνε συναυλίες. Τελικά ο βασιλιάς πείσθηκε και το 1874, όταν η όλη προσπάθεια έφτασε στα πρόθυρα της καταρρεύσεως, έδωσε το πολυπόθητο δάνειο. Το 1874 χτίστηκε μια όμορφη βίλλα, ονομασθείσα Wahnfried, όπου μετακόμισε μόνιμα η οικογένεια, και το 1875 ολοκληρώθηκε το θέατρο. Το πρώτο φεστιβάλ διεξήχθη το 1876 και ξεκίνησε με την όπερα Rheingold την οποία ακολούθησε ολόκληρος ο κύκλος του Δαχτυλιδιού.  






Οι κριτικές για το έργο ήταν αντικρουόμενες: ο Νορβηγός συνθέτης Edvard Grieg χαρακτήρισε το έργο ως "θεϊκή σύνθεση" ενώ η γαλλική εφημερίδα Le Figaro σχολίασε την μουσική ως το "όνειρο ενός παράφρονα". Ανάμεσα στους απογοητευμένους ήταν και ο φίλος κι οπαδός του συνθέτη, Friedrich Nietzsche, καθώς διέκρινε πως το έργο του Βάγκνερ υπέθαλπτε έναν γερμανικό σοβινισμό και μια χριστιανική τάση. 
Παρ' όλα αυτά το φεστιβάλ εδραίωσε τον Wagner ως καλλιτέχνη όχι μόνο ευρωπαϊκής αλλά παγκόσμιας εμβέλειας: συμμετείχαν σ' αυτό προσωπικότητες όπως ο Kaiser Wilhelm I, ο αυτοκράτορας Pedro II της Βραζιλίας, ο Anton Bruckner, o Camill Saint-Saens και ο P.I. Tchaikovsky. 
Ωστόσο ο Wagner δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος από το φεστιβάλ· η Cosima αναφέρει πως μήνες αργότερα η αντίδραση του για τις παραγωγές που παρουσιάστηκαν ήταν "Ποτέ ξανά!Ποτέ ξανά!". Μετά το πρώτο φεστιβάλ, ο συνθέτης άρχισε να δουλεύει πάνω στην τελευταία όπερα, τον Parsifal, το οποίο ολοκλήρωσε σε 4 χρόνια, χρόνο τον οποίο πέρασε ως επί το πλείστον στην Ιταλία για λόγους υγείας. Έγραψε αρκετά άρθρα στα τελευταία του χρόνια, στα οποία αποκήρυξε και κάποιες προγενέστερες φιλελεύθερες ιδέες του. Δύο από αυτά ήταν το Θρησκεία και Τέχνη (1880) και Χριστιανισμός και Ηρωισμός (1881)· το ξαφνικό ενδιαφέρον του συνθέτη για τον χριστιανισμό, εμφανές και στον Parsifal, εξελίχθηκε παράλληλα με την ολοένα και πιο ένθερμη υποστήριξη του γερμανικού εθνικισμού. Το 1882 ολοκλήρωσε τον Parsifal και διοργανώθηκε το 2ο Φεστιβάλ για να γίνει η παρουσίασή του. Ο συνθέτης ήταν ήδη πολύ άρρωστος και μετά το τέλος του φεστιβάλ η οικογένεια ταξίδεψε στην Βενετία για τον χειμώνα· εκεί, σε ένα κτίριο του 16ου αιώνα δίπλα στον Canal Grande, ο συνθέτης πέθανε σε ηλικία 69 ετών (1883) από ανακοπή καρδιάς. Θάφτηκε στον κήπο της βίλλας Wahnfried στο Bayreuth.


-------------



Ενόψει της ανακηρύξεως του 2013 ως έτος Wagner (καθότι συμπληρώνονται 200 χρόνια από την γέννησή του), στο ιστολόγιο θα παρουσιάζονται κατά διαστήματα καθ' όλη την διάρκεια του έτους, κείμενα που αφορούν στον μεγαλοφυή συνθέτη.

2 σχόλια:

  1. Μια μικρή διόρθωση, το 2013 συμπληρώνονται 200 χρόνια απο την γέννηση του και οχι από τον θάνατο του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ πολύ για την διόρθωση! Εκ παραδρομής γράφτηκε μιας που στο τέλος του κειμένου γίνεται λόγος για τον θάνατό του.

      Διαγραφή