Δυο τύπους ασκαύλου συναντάμε στην Ελλάδα, την τσαμπούνα και την γκάιντα. Τον πρώτο τύπο τον συναντάμε στην νησιωτική Ελλάδα ενώ τον δεύτερο στην ηπειρωτική, ιδιαιτέρως στην Μακεδονία και στην Θράκη. Ο άσκαυλος ήρθε στην Ελλάδα από την Ασία γύρω στον 1ο με 2ο μ.Χ. αιώνα, σύμφωνα με μαρτυρίες του Σουετώνιου. Έκτοτε η παρουσία στον ελλαδικό χώρο τεκμηριώνεται από πολλές εικονογραφικές και φιλολογικές πηγές από τις οποίες ενδεικτικά αναφέρουμε : άσκαυλο τύπου τσαμπούνα συναντάμε σε μικρογραφία ελληνικού χειρογράφου του 11ου αιώνα, όπως και σε μαρτυρίες του Πέρση φιλοσόφου Αβικέννα τον ίδιο αιώνα. Άσκαυλο τύπου γκάιντα συναντάμε σε τοιχογραφίες των μονών της Αγίας Λαύρας στο Άγιο Όρος και αλλού. Τον 16ο αιώνα ο Nicolas de Nicolay εικονογραφεί το χρονικό ενός Έλληνα χωρικού ο οποίος παίζει γκάιντα. Πρόσθετο ενδιαφέροον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι αυλοί έχουν σχήμα κωνικό. Τέτοιον τύπο γκάιντας που παίζεται σε χώρες όπως Νότια Ιταλία, Ισπανία, Σκωτία, δεν συναντάμε στην Ελλάδα. Ωστόσο πληροφορίες δείχνουν ότι παλιότερα χρησιμοποιούσαν και στην ελληνική γκάιντα το διπλό επικρουστικό γλωσσίδι -τέτοιο γλωσσίδι χρησιμοποιούν έως σήμερα σε γκάιντες της Ευρώπης με κωνικούς αυλούς- και αυτό μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι παλιότερα έφτιαχναν και στην Ελλάδα γκάιντες με κωνικούς αυλούς.
Από τους ταξιδιώτες οι οποίοι πέρασαν από την Ελλάδα και αναφέρουν στα χρονικά τους τον άσκαυλο , που είδαν και άκουσαν στους γάμους και στα πανηγύρια, αναφέρουμε ενδεικτικά τους παρακάτω στίχους...."λαλεί καλογραία, της οποίας την πάλαι σεμνοπρέπειαν σφόδρα ηρέθισεν ή γλυκυφώνος διαβάτου τίνος μουσική" :
Άμε σταυρέ μου στο καλό, ράσο μου στ' Άγιον Όρος,
Kαι συ κομποσχοινάκι μου, άμε στ' Άγιον Τάφον.
Κι εγώ θα πα να παντρευθώ, να πάρω παλληκάρι
Να πάρω τον τραγουδιστή, τον πρώτον τσαμπουνάρη.
Το ρήμα τσαμπουνίζω σε δεκαπεντασύλλαβους : "τι ένε, σκύλε, το λαλείς, τι έν το τσαμπουνίζεις;", "φλυαρόκοπε λαγωέ, τι έν το τσαμπουνίζεις;, "και γαρ αν ήτον βασιλεύς, καθώς και τζαμπουνίζει", "τι τσαμπουνίζεις γάδαρε, και τι στραβοκωλίζεις;".
Α' ΜΕΡΟΣ: ΤΣΑΜΠΟΥΝΑ
Εκτός από την γενική ονομασία τσαμπούνα, ο τύπος αυτού του ασκαύλου λέγεται επίσης και : σαμπούνα ή τσαμούντα (Άνδρος, Τήνος, Μύκονος), τσαμπουνάσκιο (Νάξος), τσαμπουνοφυλάκα (Ικαρία), ασκοτσάμπουνο, σκορτσάμπουνο και κλωτσοτσάμπουνο (Κεφαλλονιά), μοσκοτσάμπουνο ή διπλοσάμπουνο (Μάνη), ασκομαντούρα, ασκομπαντούρα και φλασκομαντούρα (Κρήτη).Επίσης αγγείον, ή αγκοπόν, τουλούμ ζουρνάς και γκάϊντα (από τους Έλληνες του Πόντου), κάιντα (Σίφνος), σαμπούνια (Σύρος, Κύμη), ασκοζαμπούνα ( Αίνος), ασκαύλι, ασκοτσάμπουνο, τουλούμι, ασκάκι, ασκοτζαμπούρνα και άλλες πολλές.
Η νησιωτική τσαμπούνα κατασκευάζεται κατά κανόνα από εκείνον που την παίζει, τον τσαμπουνιστή ή τσαμπουνάρη και τσαμπουνιάρη, σε διάφορα μεγέθη.
Αποτελείται από το ασκί, το επιστόμιο και την συσκευή για την παραγωγή του ήχου. Για το ασκί, το οποίο λέγεται και τουλούμι, αγγείον ή πόστ (Πόντος), δερμάτι (Ικαρία, Σάμος), φυλάκι (Κύθνος), θυλακούρι κτλ χρησιμοποιούν συνήθως το δέρμα της κατσίκας ή ριφιού και σπάνια προβάτου. Το δέρμα όμως πρέπει να είναι ολόκληρο και όχι σκισμένο στο λαιμό ή άλλο μέρος, όπως συνήθως γίνεται όταν σφάζεται ένα ζώο για το κρέας του. Το νωπό αυτό δέρμα, η βύρσα, όπως λέγεται, δέχεται μια ειδική κατεργασία για να μη σαπίσει και για να είναι μαλακό και άσπρο όταν ξεραθεί. Νωπό όπως είναι, κι έπειτα από ένα πρόχειρο πλύσιμο με νερό, αλατίζουν, όχι το τριχωτό μέροςτου δέρματος, αλλά το εσωτερικό του, την επιφάνεια δηλαδή προς την σάρκα, με αλάτι. Το τυλίγουν και το αφήνουν από τρεις έως δεκαπέντε ημέρες "για να συμποτίζεται απ΄ το αλάτι και να ψηθεί "όπως λένε στους Φούρνους της Ικαρίας. Πολλοί τσαμπουνάρηδες μαζί με το αλάτι συννηθίζουν να βάζουν και στύψη, που μαζεύει, δηλαδή σφίγγει το δέρμα, ενώ παράλληλα το ασπρίζει και το κρατάει μαλακό. Σε ορισμένα νησιά, εκτός από το αλάτισμα συναντάμαι και άλλους τρόπους κατεργασίας. Έπειτα κόβουν με ψαλίδι την τρίχα του δέρματος αφήνοντας 1-1,5 εκατοστά μήκος. Το κοντό αυτό μαλλί βοηθάει να μείνουν κλειστοί οι πόροι του δέρματος ενώ παράλληλα συγκρατεί το χνότο και το σάλιο τα οποία μαζεύονται μέσα στο ασκί με το φύσημα του τσαμπουνάρη και τα εμποδίζει να προχωρήσουν και να προσβάλλουν τα γλωσσίδια που δημιουργούν τον ήχο, να τα μαλακώσουν δηλαδή με την υγρασία τους και να τα "ξεκουρδίσουν". Μετά την κατεργασία (αλάτισμα και στύψη) κι αφού στεγνώσει το δέρμα- κρεμασμένο συνήθως στην ύπαιθρο, με το τριχωτό μέρος από μέσα- το βρέχουν με θαλασσινό νερό ή το τρίβουν, με υπομονή, σε ένα στρογγυλό και λείο ξύλο "για να δουλευτεί και να μαλακώσει". Στην συνέχεια γυρίζουν το δέρμα στην φυσική του θέση, κόβουν και πετούν το πίσω μέρος του δέρματος(πόδια, οπίσθια και ουρά) και το κλείνουν δένοντας το σφιχτά, με κερωμένο σπάγγο ώστε "όταν ξεραθεί και φυράνει, να μη χάνει, να μη φεύγει η φυσά". Αναποδογυρίζουν τέλος το δέρμα και βγάζουν τον λαιμό από το άνοιγμα του ενός ποδιού, τον δένουν γερά, όπως το πίσω μέρος του δέρματος, καιι τον τραβούν μέσα.
Το επιστόμιο είναι ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας ο οποίος φτιάχνεται από καλάμι, διάφορα ξύλα ή και κόκκαλο από πόδι όρνιου. Στο άκρο του σωλήνα που είναι μέσα στο ασκί δένουν ένα στρογγυλό πετσάκι- παλιότερα χρησιμοποιούσαν κρεμμυδόφυλλα- που λειτουργεί ως βαλβίδα και εμποδίζει την έξοδο του αέρα από το ασκί. Σε ορισμένα νησιά όπως στην Ικαρία, την Σάμο κ.α., επιτηδεύονται ιδιαίτερα το επιστόμιο της τσαμπούνας. Σε ένα κλωνάρι πικροδάφνης, από το οποίο έχουν αφαιρέσει την ψύχα(εντεριώνη), χώνουν ένα λεπτό καλάμι. Τα δυο αυτά μαζί τα προσαρμόζουν μετά σε μια ξύλινη υποδοχή και δένουν τελικά στο ένα πόδι του δέρματος. Την δερμάτινη βαλβίδα την καρφώνουν συνήθως με ξύλινα προκάκια που δεν σκουριάζουν. Στις τσαμπούνες που δεν έχουν βαλβίδα, ο τσαμπουνάρης, όταν σταματά να φυσά για να ξεκουραστεί, κλέινει το άνοιγμα του επιστομίου με την γλώσσα του ή ακουμπάει το επιστόμιο στο μάγουλο του για να μη ξεφουσκώσει το ασκί. Το επιστόμιο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη, από 6 έως 18 εκατοστά. Λέγεται συνήθως φυσητήρι αλλά και φυσερό ή πομπόλι (Ικαρία), στομωτήρα (Πόντος), σιφούνι (Σάμος), μασούρι (Κύθνος).Και την βαλβίδα την συναντάμαι επίσης με διάφορα ονόματα όπως πετσί (Κω), τσιφούσκι (Κύθνος), σούστα (Κάλυμνος) κ.α.
Η συσκευή για την παραγωγή του ήχου αποτελείται από μιαν αυλακωτή βάση, μέσα στην οποία είναι τοποθετημένοι δυο καλαμένιοι αυλοί με μονό επικρουστικό γλωσσίδι, τύπου κλαρινέτου, η οποία καταλήγει σε χοάνη. Άλλοτε μικρότερη και άλλωτε μεγαλύτερη η χοάνη δεν αποτελεί πάντα συνέχεια της αυλακωτής βάσης. Συχνά είναι πρόσθετη: ένα κέρατο ζώου, στερεωμένο στο ένα άκρο και δεμένο με σπάγγοστο άλλο άκρο, εκεί όπου η αυλακωτή βάση ενώνεται με το ασκί. Η αυλακωτή βάση είναι ανοικτή μπροστά, με χαμηλές τις δυο πλαινές πλευρές της, για να αφήνει ελεύθερα τα δάκτυλα να χειρίζονται τις τρύπες στους δυο αυλούς. Πίσω είναι κλειστή εκτός από το επάνω μέρος με τα δυο γλωσσίδια. Φτιάχνεται από διάφορα ξύλα όπως σφεντάμι, πικροδάφνη, φασκομηλιά, ελιά, κέδρο κ.α. Λέγεται μάρτα ή μάρθα (Δωδεκάνησα), αφουκλάρι (Νάξος), ποταμός και βάθρα (Ικαρία), τσαμπουνοκαύκαλο (Κάρπαθος). Σε πολλά νησιά, το ξύλο που διαλέγουν για την αυλακωτή βάση το τοποθετούν μέσα σε κοπριά ζώου (συνήθως κατσίκας) ή το αφήνουν σε σκιερό μέρος για να ξεραθεί και έπειτα το δουλεύουν. Το μήκος της ποικίλει από 20-30 εκατοστά. Οι δυο αυλοί, τύπου κλαρινέτου, φτιάχνονται από δυο κομμάτια καλάμι. Το ένα, το μακρύτερο και ανοικτό στα δυο του άκρα, έχει τις τρύπες για τα δάκτυλα. Το άλλο, πιο κοντό και με μικρότερη διάμετρο, είναι ανοικτό στο ένα άκρο, ενώ στο άλλο άκρο που είναι κλειστό έχει το γλωσσίδι. Κάθε αυλός έχει συνήθως πέντε τρύπες. Σε ορισμένα νησιά όμως ενώ ο αριστερός αυλός έχει πάντα πέντε τρύπες, ο δεξιός έχει άλλωτε μία (Κάρπαθος, Κώς, Πάτμος) και άλλωτε τρεις (Φούρνοι Ικαρίας, Αστυπάλαια).
Οι τσαμπουνάρηδες, αφού προσαρμόσουν τους καλαμένιους σωλήνες στην αυλακωτή βάση, κλείνουν με καθαρό κερί ή πρόπολη γύρω γύρω τα κενά, ιδιαιτέρως δε στο μέρος που μπαίνει μέσα στο ασκί, στερεώνοντας έτσι τους σωλήνες στην βάση και εμποδίζουν "να ξεθυμαίνει ο αέρας". Οι καλαμένιοι σωλήνες λέγονται συνήθως μπιμπικομάνες. Λέγονται όμως και χαμπιόλια και στημόνια (Κρήτη), μάνες (Σύμη), λάμνες (Κάλυμνος) κ.α. Τα γλωσσίδια στους δυο αυλούς είναι πάντα η μεγάλη έγνοια του τσαμπουνάρη. Το φτιάξιμο τους απαιτεί υπομονή, μεράκι και πείρα.Από την καλή λειτουργεία τους εξαρτάται η καλή λειτουργία της τσαμπούνας. Οι μικροί καλαμένιοι σωλήνες με τα γλωσσίδια 4-6,5 εκατοστά μήκος και διάμετρο από 7- 10 χιλιοστά λέγονται στα περισσότερα νησιά μπιμπίκια ή τσαμπούνια. Το γλωσσίδι ή φτερούλα ή τσαμπί κόβεται συνήθως από κάτω προς τα πάνω, με την βάση δηλαδή του γλωσσιδίου κοντά στον κόμπο του καλαμιού. Τα μπιμπίκια τα "τηγανίζουν" με λίγο λάδι "ψήνονται και βγάζουν καλή φωνή" λένε. Τα αφήνουν τόσο πάνω στην φωτιά, μέσα σε ένα μικρό τηγάνι, όσο να κοκκινίσουν λίγο. Με αυτό τον τρόπο στεγνώνουν καλά, ξεραίνονται και δεν επηρεάζονται μετά από την υγρασία του αέρα και το χνότο του τσαμπουνάρη μέσα στο ασκί.
ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ
Η τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κρατημένο συνήθως κάτω από την αριστερή μασχάλη και ο τσαμπουνάρης παίρνει αναπνοή με το διάφραγμα και όχι με το στήθος, γι' αυτό μπορεί να φυσάει πολλές ώρες χωρίς να κουράζεται. Η πίεση του αέρα στα γλωσσίδια γίνεται με το φύσημα από το επιστόμιο και με το σφίξιμο του ασκιού που κάνει ο τσαμπουνάρης με το αριστερό μπράτσο του.Όταν ο τσαμπουνάρης σταματάει προσωρινά το φύσημα, για να μην ελλατωθεί η πίεση του αέρα πιέζει περισσότερο το ασκί με το αριστερό μπράτσο του και την πίεση αυτή την χαλαρώνει μόλις αρχίσει και πάλι να φυσάει. Χάρη στην ισόρροπη αυτή πίεση κατορθώνει να κρατάει σταθερή την πίεση του αέρα στα γλωσσίδια και μαζί σταθερό το ύψος των φθόγγων που δίνει η τσαμπούνα του.
Η συνηθισμένη θέση των δακτύλων πάνω στους αυλούς είναι : ο δείκτης και ο μέσος του αριστερού χεριού στις δυο πρώτες τρύπες και ο δείκτης, ο μέσος και ο παράμεσος του δεξιού χεριού, στις υπόλοιπες τρύπες. Κάθε δάκτυλο πατάει και τους δυο παράλληλους αυλούς. Την ώρα του παιξίματος ο τσαμπουνάρης σαλιώνει πότε πότε μ'ένα δάκτυλο τους δυο καλαμένιους σωλήνες των αυλών, για να κολλούν καλά τα δάκτυλα στις τρύπες και να "μην γκρινιάζει η τσαμπούνα". Το παίξιμο τη ςτσαμπούνας, όπως άλλωστε και κάθε μονοφωνικού μελωδικού οργάνου, χαρακτηρίζεται από τα στολίδια με τ αοποία ο τσαμπουνάρης καλλωπίζει διαρκώς την μελωδία.Στην τσαμπούνα τα στολίδια αυτά είναι κυρίως οι γρήγορες μικρές νότες - οι αποτζατούρες της δυτικής μουσικής- και το τσάκισμα της φωνής - το mordente - όπου μια νότα της μελωδίας επαναλαμβάνεται γρήγορα αφού προηγηθεί η αμέσως υψηλότερη ή χαμηλότερη από αυτήν νότα.
Παράλληλα με τα μελωδικά στολίδια, ο καλός τσαμπουνάρης κλείνοντας την μια μόνον από τις δυο απέναντι τρύπες, πότε του ενός και πότε του άλλου, πετυχαίνει ένα ιδιότυπο πολυφωνικό άκουσμα. Οι συνηχήσεις αυτές (διαστήματα δεύτερης, τρίτης έως και έκτης) δεν αναιρούν βεβαίως τον μονοφωνικό χαρακτήρα του οργάνου. Συμβάλλουν ωστόσο, μαζί με την χροιά του ήχου του, στην ηχητική φυσιογνωμία της νησιωτικής τσαμπούνας. Στην ηχητική φυσιογνωμία της συμβάλλει ακόμα και κάτι άλλο. Στις τσαμπούνες με 5 τρύπες σε κάθε αυλό, ακόμα και στις πιο καλά "ταιριασμένες", οι υψηλοί φθόγγοι παρουσιάζουν συχνά μια μικρή διαφορά στην οξύτητα ανάμεσα στις δυο απέναντι τρύπες που δίνουν τον ίδιο φθόγγο. Η διαφορά αυτή, αδιανόητη στο χώρο της έντεχνης δυτικής μουσικής, στο παίξιμο ενός λαϊκού μουσικού οργάνου αποτελεί ένα πρόσθετο ηχητικό χαρακτηριστικό.
Τα διαστήματα της κλίμακας που δίνει η τσαμπούνα - διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας στους παλιότερους τσαμπουνιστές- είναι: δύο τόνοι, ένα ημιτόνιο, δύο τόνοι. Το ύψος της τονικής στην κλίμακα των έξι αυτών φθόγγων δεν είναι σταθερό, αλλά εξαρτάται από το μέγεθος που έχουν τα μπιμπίκια σε κάθε τσαμπούνα. Το παίξιμο της τσαμπούνας επηρεάζεται πολύ από τις καιρικές συνθήκες. Η υγρασία και οι νότιοι άνεμοι μαζί με το χνότο και τον αέρα μέσα στο ασκί υγραίνουν υπερβολικά τα γλωσσίδια, με αποτέλεσμα ν' αλλοιώνεται κάποτε η ποιότητα του ήχου ή ακόμα και να στομώνει ο ήχος. Οι βοριάδες, αντίθετα, είναι ο καλύτερος καιρός για τον τσαμπουνιάρη. Ανάλογη επίδραση έχει και το πολύωρο παίξιμο. Τα γλωσσίδια - ιδιαίτερα όσα δεν έχουν καλή προετοιμασία -υγραίνονται πολύ, βαραίνουν και ο τόνος πέφτει.
Οι τσαμπουνάρηδες είναι ντόπιοι τσοπάνηδες, αγρότες ή και ψαράδες, οι οποίοι παίζουν παράλληλα και τσαμπούνα. Η τσαμπούνα αποτελεί το κατεξοχήν λαϊκό όργανο που συνόδευε και συνοδεύει τον χορό και το τραγούδι στον γάμο, τα βαπτίσια και τα πανηγύρια. Σε διάφορα νησιά συνοδεύει και τα κάλαντα. Παίζεται μόνη της αλλά και με άλλα όργανα. Σε άλλα νησιά την συνοδεύει το τουμπάκι (Νάξος, Μύκονος κ.α) και σε άλλα το λαούτο (Κύθνος). Επίσης στην Κρήτη και την Κω παίζουν τσαμπούνα με λύρα, τα λυροτσάμπουνα, ενώ στην Ζαρώ του Ηρακλείου Κρήτης συναντάμε ασκομαντούρα με συνοδεία κομπολογιού.
Αυτή είναι η τσαμπούνα. "Σαν τουλούμι από προβιά. Το έφτιαχναν από ριφάκι και είχεν αμπροστά ένα κέρατο, με το συμπάθιο, σαν το βουγδί, και μέσα καλαμάκια και των εκάμανε τρύπφες και εκεί δα βρίσκανε τις φωνές με τα χέρια", όπως τόσο παραστατικά περιγράφει γνωστός τσαμπουνάρης από την Σίφνο.
Από τους ταξιδιώτες οι οποίοι πέρασαν από την Ελλάδα και αναφέρουν στα χρονικά τους τον άσκαυλο , που είδαν και άκουσαν στους γάμους και στα πανηγύρια, αναφέρουμε ενδεικτικά τους παρακάτω στίχους...."λαλεί καλογραία, της οποίας την πάλαι σεμνοπρέπειαν σφόδρα ηρέθισεν ή γλυκυφώνος διαβάτου τίνος μουσική" :
Άμε σταυρέ μου στο καλό, ράσο μου στ' Άγιον Όρος,
Kαι συ κομποσχοινάκι μου, άμε στ' Άγιον Τάφον.
Κι εγώ θα πα να παντρευθώ, να πάρω παλληκάρι
Να πάρω τον τραγουδιστή, τον πρώτον τσαμπουνάρη.
Το ρήμα τσαμπουνίζω σε δεκαπεντασύλλαβους : "τι ένε, σκύλε, το λαλείς, τι έν το τσαμπουνίζεις;", "φλυαρόκοπε λαγωέ, τι έν το τσαμπουνίζεις;, "και γαρ αν ήτον βασιλεύς, καθώς και τζαμπουνίζει", "τι τσαμπουνίζεις γάδαρε, και τι στραβοκωλίζεις;".
Α' ΜΕΡΟΣ: ΤΣΑΜΠΟΥΝΑ
Εκτός από την γενική ονομασία τσαμπούνα, ο τύπος αυτού του ασκαύλου λέγεται επίσης και : σαμπούνα ή τσαμούντα (Άνδρος, Τήνος, Μύκονος), τσαμπουνάσκιο (Νάξος), τσαμπουνοφυλάκα (Ικαρία), ασκοτσάμπουνο, σκορτσάμπουνο και κλωτσοτσάμπουνο (Κεφαλλονιά), μοσκοτσάμπουνο ή διπλοσάμπουνο (Μάνη), ασκομαντούρα, ασκομπαντούρα και φλασκομαντούρα (Κρήτη).Επίσης αγγείον, ή αγκοπόν, τουλούμ ζουρνάς και γκάϊντα (από τους Έλληνες του Πόντου), κάιντα (Σίφνος), σαμπούνια (Σύρος, Κύμη), ασκοζαμπούνα ( Αίνος), ασκαύλι, ασκοτσάμπουνο, τουλούμι, ασκάκι, ασκοτζαμπούρνα και άλλες πολλές.
Η νησιωτική τσαμπούνα κατασκευάζεται κατά κανόνα από εκείνον που την παίζει, τον τσαμπουνιστή ή τσαμπουνάρη και τσαμπουνιάρη, σε διάφορα μεγέθη.
Αποτελείται από το ασκί, το επιστόμιο και την συσκευή για την παραγωγή του ήχου. Για το ασκί, το οποίο λέγεται και τουλούμι, αγγείον ή πόστ (Πόντος), δερμάτι (Ικαρία, Σάμος), φυλάκι (Κύθνος), θυλακούρι κτλ χρησιμοποιούν συνήθως το δέρμα της κατσίκας ή ριφιού και σπάνια προβάτου. Το δέρμα όμως πρέπει να είναι ολόκληρο και όχι σκισμένο στο λαιμό ή άλλο μέρος, όπως συνήθως γίνεται όταν σφάζεται ένα ζώο για το κρέας του. Το νωπό αυτό δέρμα, η βύρσα, όπως λέγεται, δέχεται μια ειδική κατεργασία για να μη σαπίσει και για να είναι μαλακό και άσπρο όταν ξεραθεί. Νωπό όπως είναι, κι έπειτα από ένα πρόχειρο πλύσιμο με νερό, αλατίζουν, όχι το τριχωτό μέροςτου δέρματος, αλλά το εσωτερικό του, την επιφάνεια δηλαδή προς την σάρκα, με αλάτι. Το τυλίγουν και το αφήνουν από τρεις έως δεκαπέντε ημέρες "για να συμποτίζεται απ΄ το αλάτι και να ψηθεί "όπως λένε στους Φούρνους της Ικαρίας. Πολλοί τσαμπουνάρηδες μαζί με το αλάτι συννηθίζουν να βάζουν και στύψη, που μαζεύει, δηλαδή σφίγγει το δέρμα, ενώ παράλληλα το ασπρίζει και το κρατάει μαλακό. Σε ορισμένα νησιά, εκτός από το αλάτισμα συναντάμαι και άλλους τρόπους κατεργασίας. Έπειτα κόβουν με ψαλίδι την τρίχα του δέρματος αφήνοντας 1-1,5 εκατοστά μήκος. Το κοντό αυτό μαλλί βοηθάει να μείνουν κλειστοί οι πόροι του δέρματος ενώ παράλληλα συγκρατεί το χνότο και το σάλιο τα οποία μαζεύονται μέσα στο ασκί με το φύσημα του τσαμπουνάρη και τα εμποδίζει να προχωρήσουν και να προσβάλλουν τα γλωσσίδια που δημιουργούν τον ήχο, να τα μαλακώσουν δηλαδή με την υγρασία τους και να τα "ξεκουρδίσουν". Μετά την κατεργασία (αλάτισμα και στύψη) κι αφού στεγνώσει το δέρμα- κρεμασμένο συνήθως στην ύπαιθρο, με το τριχωτό μέρος από μέσα- το βρέχουν με θαλασσινό νερό ή το τρίβουν, με υπομονή, σε ένα στρογγυλό και λείο ξύλο "για να δουλευτεί και να μαλακώσει". Στην συνέχεια γυρίζουν το δέρμα στην φυσική του θέση, κόβουν και πετούν το πίσω μέρος του δέρματος(πόδια, οπίσθια και ουρά) και το κλείνουν δένοντας το σφιχτά, με κερωμένο σπάγγο ώστε "όταν ξεραθεί και φυράνει, να μη χάνει, να μη φεύγει η φυσά". Αναποδογυρίζουν τέλος το δέρμα και βγάζουν τον λαιμό από το άνοιγμα του ενός ποδιού, τον δένουν γερά, όπως το πίσω μέρος του δέρματος, καιι τον τραβούν μέσα.
Το επιστόμιο είναι ένας κυλινδρικός ή κωνικός σωλήνας ο οποίος φτιάχνεται από καλάμι, διάφορα ξύλα ή και κόκκαλο από πόδι όρνιου. Στο άκρο του σωλήνα που είναι μέσα στο ασκί δένουν ένα στρογγυλό πετσάκι- παλιότερα χρησιμοποιούσαν κρεμμυδόφυλλα- που λειτουργεί ως βαλβίδα και εμποδίζει την έξοδο του αέρα από το ασκί. Σε ορισμένα νησιά όπως στην Ικαρία, την Σάμο κ.α., επιτηδεύονται ιδιαίτερα το επιστόμιο της τσαμπούνας. Σε ένα κλωνάρι πικροδάφνης, από το οποίο έχουν αφαιρέσει την ψύχα(εντεριώνη), χώνουν ένα λεπτό καλάμι. Τα δυο αυτά μαζί τα προσαρμόζουν μετά σε μια ξύλινη υποδοχή και δένουν τελικά στο ένα πόδι του δέρματος. Την δερμάτινη βαλβίδα την καρφώνουν συνήθως με ξύλινα προκάκια που δεν σκουριάζουν. Στις τσαμπούνες που δεν έχουν βαλβίδα, ο τσαμπουνάρης, όταν σταματά να φυσά για να ξεκουραστεί, κλέινει το άνοιγμα του επιστομίου με την γλώσσα του ή ακουμπάει το επιστόμιο στο μάγουλο του για να μη ξεφουσκώσει το ασκί. Το επιστόμιο φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη, από 6 έως 18 εκατοστά. Λέγεται συνήθως φυσητήρι αλλά και φυσερό ή πομπόλι (Ικαρία), στομωτήρα (Πόντος), σιφούνι (Σάμος), μασούρι (Κύθνος).Και την βαλβίδα την συναντάμαι επίσης με διάφορα ονόματα όπως πετσί (Κω), τσιφούσκι (Κύθνος), σούστα (Κάλυμνος) κ.α.
Η συσκευή για την παραγωγή του ήχου αποτελείται από μιαν αυλακωτή βάση, μέσα στην οποία είναι τοποθετημένοι δυο καλαμένιοι αυλοί με μονό επικρουστικό γλωσσίδι, τύπου κλαρινέτου, η οποία καταλήγει σε χοάνη. Άλλοτε μικρότερη και άλλωτε μεγαλύτερη η χοάνη δεν αποτελεί πάντα συνέχεια της αυλακωτής βάσης. Συχνά είναι πρόσθετη: ένα κέρατο ζώου, στερεωμένο στο ένα άκρο και δεμένο με σπάγγοστο άλλο άκρο, εκεί όπου η αυλακωτή βάση ενώνεται με το ασκί. Η αυλακωτή βάση είναι ανοικτή μπροστά, με χαμηλές τις δυο πλαινές πλευρές της, για να αφήνει ελεύθερα τα δάκτυλα να χειρίζονται τις τρύπες στους δυο αυλούς. Πίσω είναι κλειστή εκτός από το επάνω μέρος με τα δυο γλωσσίδια. Φτιάχνεται από διάφορα ξύλα όπως σφεντάμι, πικροδάφνη, φασκομηλιά, ελιά, κέδρο κ.α. Λέγεται μάρτα ή μάρθα (Δωδεκάνησα), αφουκλάρι (Νάξος), ποταμός και βάθρα (Ικαρία), τσαμπουνοκαύκαλο (Κάρπαθος). Σε πολλά νησιά, το ξύλο που διαλέγουν για την αυλακωτή βάση το τοποθετούν μέσα σε κοπριά ζώου (συνήθως κατσίκας) ή το αφήνουν σε σκιερό μέρος για να ξεραθεί και έπειτα το δουλεύουν. Το μήκος της ποικίλει από 20-30 εκατοστά. Οι δυο αυλοί, τύπου κλαρινέτου, φτιάχνονται από δυο κομμάτια καλάμι. Το ένα, το μακρύτερο και ανοικτό στα δυο του άκρα, έχει τις τρύπες για τα δάκτυλα. Το άλλο, πιο κοντό και με μικρότερη διάμετρο, είναι ανοικτό στο ένα άκρο, ενώ στο άλλο άκρο που είναι κλειστό έχει το γλωσσίδι. Κάθε αυλός έχει συνήθως πέντε τρύπες. Σε ορισμένα νησιά όμως ενώ ο αριστερός αυλός έχει πάντα πέντε τρύπες, ο δεξιός έχει άλλωτε μία (Κάρπαθος, Κώς, Πάτμος) και άλλωτε τρεις (Φούρνοι Ικαρίας, Αστυπάλαια).
Οι τσαμπουνάρηδες, αφού προσαρμόσουν τους καλαμένιους σωλήνες στην αυλακωτή βάση, κλείνουν με καθαρό κερί ή πρόπολη γύρω γύρω τα κενά, ιδιαιτέρως δε στο μέρος που μπαίνει μέσα στο ασκί, στερεώνοντας έτσι τους σωλήνες στην βάση και εμποδίζουν "να ξεθυμαίνει ο αέρας". Οι καλαμένιοι σωλήνες λέγονται συνήθως μπιμπικομάνες. Λέγονται όμως και χαμπιόλια και στημόνια (Κρήτη), μάνες (Σύμη), λάμνες (Κάλυμνος) κ.α. Τα γλωσσίδια στους δυο αυλούς είναι πάντα η μεγάλη έγνοια του τσαμπουνάρη. Το φτιάξιμο τους απαιτεί υπομονή, μεράκι και πείρα.Από την καλή λειτουργεία τους εξαρτάται η καλή λειτουργία της τσαμπούνας. Οι μικροί καλαμένιοι σωλήνες με τα γλωσσίδια 4-6,5 εκατοστά μήκος και διάμετρο από 7- 10 χιλιοστά λέγονται στα περισσότερα νησιά μπιμπίκια ή τσαμπούνια. Το γλωσσίδι ή φτερούλα ή τσαμπί κόβεται συνήθως από κάτω προς τα πάνω, με την βάση δηλαδή του γλωσσιδίου κοντά στον κόμπο του καλαμιού. Τα μπιμπίκια τα "τηγανίζουν" με λίγο λάδι "ψήνονται και βγάζουν καλή φωνή" λένε. Τα αφήνουν τόσο πάνω στην φωτιά, μέσα σε ένα μικρό τηγάνι, όσο να κοκκινίσουν λίγο. Με αυτό τον τρόπο στεγνώνουν καλά, ξεραίνονται και δεν επηρεάζονται μετά από την υγρασία του αέρα και το χνότο του τσαμπουνάρη μέσα στο ασκί.
ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ
Η τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κρατημένο συνήθως κάτω από την αριστερή μασχάλη και ο τσαμπουνάρης παίρνει αναπνοή με το διάφραγμα και όχι με το στήθος, γι' αυτό μπορεί να φυσάει πολλές ώρες χωρίς να κουράζεται. Η πίεση του αέρα στα γλωσσίδια γίνεται με το φύσημα από το επιστόμιο και με το σφίξιμο του ασκιού που κάνει ο τσαμπουνάρης με το αριστερό μπράτσο του.Όταν ο τσαμπουνάρης σταματάει προσωρινά το φύσημα, για να μην ελλατωθεί η πίεση του αέρα πιέζει περισσότερο το ασκί με το αριστερό μπράτσο του και την πίεση αυτή την χαλαρώνει μόλις αρχίσει και πάλι να φυσάει. Χάρη στην ισόρροπη αυτή πίεση κατορθώνει να κρατάει σταθερή την πίεση του αέρα στα γλωσσίδια και μαζί σταθερό το ύψος των φθόγγων που δίνει η τσαμπούνα του.
Η συνηθισμένη θέση των δακτύλων πάνω στους αυλούς είναι : ο δείκτης και ο μέσος του αριστερού χεριού στις δυο πρώτες τρύπες και ο δείκτης, ο μέσος και ο παράμεσος του δεξιού χεριού, στις υπόλοιπες τρύπες. Κάθε δάκτυλο πατάει και τους δυο παράλληλους αυλούς. Την ώρα του παιξίματος ο τσαμπουνάρης σαλιώνει πότε πότε μ'ένα δάκτυλο τους δυο καλαμένιους σωλήνες των αυλών, για να κολλούν καλά τα δάκτυλα στις τρύπες και να "μην γκρινιάζει η τσαμπούνα". Το παίξιμο τη ςτσαμπούνας, όπως άλλωστε και κάθε μονοφωνικού μελωδικού οργάνου, χαρακτηρίζεται από τα στολίδια με τ αοποία ο τσαμπουνάρης καλλωπίζει διαρκώς την μελωδία.Στην τσαμπούνα τα στολίδια αυτά είναι κυρίως οι γρήγορες μικρές νότες - οι αποτζατούρες της δυτικής μουσικής- και το τσάκισμα της φωνής - το mordente - όπου μια νότα της μελωδίας επαναλαμβάνεται γρήγορα αφού προηγηθεί η αμέσως υψηλότερη ή χαμηλότερη από αυτήν νότα.
Παράλληλα με τα μελωδικά στολίδια, ο καλός τσαμπουνάρης κλείνοντας την μια μόνον από τις δυο απέναντι τρύπες, πότε του ενός και πότε του άλλου, πετυχαίνει ένα ιδιότυπο πολυφωνικό άκουσμα. Οι συνηχήσεις αυτές (διαστήματα δεύτερης, τρίτης έως και έκτης) δεν αναιρούν βεβαίως τον μονοφωνικό χαρακτήρα του οργάνου. Συμβάλλουν ωστόσο, μαζί με την χροιά του ήχου του, στην ηχητική φυσιογνωμία της νησιωτικής τσαμπούνας. Στην ηχητική φυσιογνωμία της συμβάλλει ακόμα και κάτι άλλο. Στις τσαμπούνες με 5 τρύπες σε κάθε αυλό, ακόμα και στις πιο καλά "ταιριασμένες", οι υψηλοί φθόγγοι παρουσιάζουν συχνά μια μικρή διαφορά στην οξύτητα ανάμεσα στις δυο απέναντι τρύπες που δίνουν τον ίδιο φθόγγο. Η διαφορά αυτή, αδιανόητη στο χώρο της έντεχνης δυτικής μουσικής, στο παίξιμο ενός λαϊκού μουσικού οργάνου αποτελεί ένα πρόσθετο ηχητικό χαρακτηριστικό.
Τα διαστήματα της κλίμακας που δίνει η τσαμπούνα - διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας στους παλιότερους τσαμπουνιστές- είναι: δύο τόνοι, ένα ημιτόνιο, δύο τόνοι. Το ύψος της τονικής στην κλίμακα των έξι αυτών φθόγγων δεν είναι σταθερό, αλλά εξαρτάται από το μέγεθος που έχουν τα μπιμπίκια σε κάθε τσαμπούνα. Το παίξιμο της τσαμπούνας επηρεάζεται πολύ από τις καιρικές συνθήκες. Η υγρασία και οι νότιοι άνεμοι μαζί με το χνότο και τον αέρα μέσα στο ασκί υγραίνουν υπερβολικά τα γλωσσίδια, με αποτέλεσμα ν' αλλοιώνεται κάποτε η ποιότητα του ήχου ή ακόμα και να στομώνει ο ήχος. Οι βοριάδες, αντίθετα, είναι ο καλύτερος καιρός για τον τσαμπουνιάρη. Ανάλογη επίδραση έχει και το πολύωρο παίξιμο. Τα γλωσσίδια - ιδιαίτερα όσα δεν έχουν καλή προετοιμασία -υγραίνονται πολύ, βαραίνουν και ο τόνος πέφτει.
Οι τσαμπουνάρηδες είναι ντόπιοι τσοπάνηδες, αγρότες ή και ψαράδες, οι οποίοι παίζουν παράλληλα και τσαμπούνα. Η τσαμπούνα αποτελεί το κατεξοχήν λαϊκό όργανο που συνόδευε και συνοδεύει τον χορό και το τραγούδι στον γάμο, τα βαπτίσια και τα πανηγύρια. Σε διάφορα νησιά συνοδεύει και τα κάλαντα. Παίζεται μόνη της αλλά και με άλλα όργανα. Σε άλλα νησιά την συνοδεύει το τουμπάκι (Νάξος, Μύκονος κ.α) και σε άλλα το λαούτο (Κύθνος). Επίσης στην Κρήτη και την Κω παίζουν τσαμπούνα με λύρα, τα λυροτσάμπουνα, ενώ στην Ζαρώ του Ηρακλείου Κρήτης συναντάμε ασκομαντούρα με συνοδεία κομπολογιού.
Αυτή είναι η τσαμπούνα. "Σαν τουλούμι από προβιά. Το έφτιαχναν από ριφάκι και είχεν αμπροστά ένα κέρατο, με το συμπάθιο, σαν το βουγδί, και μέσα καλαμάκια και των εκάμανε τρύπφες και εκεί δα βρίσκανε τις φωνές με τα χέρια", όπως τόσο παραστατικά περιγράφει γνωστός τσαμπουνάρης από την Σίφνο.
Επιμέλεια: Αθηναΐς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου