“... Εις κάθε του βήμα ο άνθρωπος ελκύει η απωθεί δυναμικάρεύματα ατινα αδιακόπως διασταυρούνται εντω διαμορφωτικώ παράγοντι της Φύσεως. Οι πλείστοι των ανθρώπων, αληθινά παίγνια του Μοιραίου, ουδεμίαν αντίληψιν της δράσεως ταύτης έχουν. Εν τούτοις εκείνος όστις, αφού εντείνη την θέλησίν του, εκτελή ένα καθωρισμένον βηματισμόν, αφήνει εν ίχνος της διελεύσεώς του εκ δυναμικών ρευμάτων”.
Πέτρου Γράβιγγερ “HΕΠIΣΤHΜH ΤΩN ΔΟNHΣΕΩN” Εκδ. IΔΕΟΘΕAΤPΟN * ΔIΜΕΛH, AΘHNAI1999.
Τα τελευταία χρόνια κάθε πόλη και χωριό της ελληνικής επικρατείας διαθέτει από έναν έως περισσοτέρους “πολιτιστικούς” συλλόγους (ορισμένοι μάλιστα εξ αυτών αυτοαποκαλούνται “εκπολιτιστικοί”, έτσι για να γίνεται ... εμφανές πως κάποιοι ...φωστήρες έχουν αναλάβει νά ... εκπολιτίσουν τους άξεστους και τους απελέκητους). Η πλειοψηφία των εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοικήσεως θεωρεί ως αυτονόητη την αμέριστη συμπαράσταση στις δραστηριότητες αυτών των συλλόγων, που κυρίως επικεντρώνονται στην αναπαράσταση κάποιου παλαιού, σχεδόν λησμονημένου εθίμου (είναι πιθανόν αυτό το έθιμο να μην υπήρξε, μπορούν όμως να το επινοήσουν, έτσι, χάριν του θεάματος) και στις επιδείξεις “παραδοσιακών” χορών. Aυτές οι εκδηλώσεις γίνονται είτε στη διάρκεια του καλοκαιριού (σπουδαίο κίνητρο είναι και η προσέλκυση τουριστών), είτε κατά τις Απόκριες και την Καθαρή Δευτέρα, τότε που το λαϊκό ξεφάντωμα είναι αδιανόητο χωρίς την διασπορά στο περιβάλλον τεραστίου όγκου πλαστικών και χάρτινων σκουπιδιών, ούτως ώστε να ακολουθείται αυτή η “καθαρή” ημέρα από την “βρώμικη Τρίτη”, κατά τον καθηγητή N. Σ. Μάργαρη (“Πανελλήνιαμασκαραλίκια”, εφημ. “ΤA NΕA” 30/31 Μαρτίου 2002).
Οι παραστάσεις δίνονται είτε στο γήπεδο, είτε πάνω σε ξύλινη εξέδρα στημένη σε δημόσιο χώρο. Κάποιος προλογίζει από μικροφώνου την εκδήλωση και παρουσιάζει το πρόγραμμα. Και όπως συνηθίζεται εδώ και λίγα χρόνια, δεν λησμονεί να αναφέρει πόσο κινδυνεύει η “άσπιλη” “ελληνική παράδοση” από την ... δόλια και ...πανούργα “παγκοσμιοποίηση”. Το εθισμένο στην κατανάλωση εύληπτων θεαμάτων, κοινό παρακολουθεί φορώντας ρούχα της τελευταίας “παγκοσμιοποιημένης” μόδας, καπνίζοντας “παγκοσμιοποιημένα” τσιγάρα με αμέρικαν μπλέντ, δροσιζόμενο με “παγκοσμιοποιημένα”, πολυδιαφημισμένα αναψυκτικά. (Το οινοπνευματώδες που θα καταναλωθεί αργότερα στα “παραδοσιακά” μπαρ είναι ασφαλώς το “παραδοσιακό” σκωτσέζικο ή ιρλανδέζικο ουίσκι, και όχι το τσίπουρο ή άλλο ανάλογο απόσταγμα κάποιου αφανούς επαρχιώτη Έλληνος αμπελουργού).
Οι οργανοπαίχτες παίρνουν θέση μπροστά στα “παραδοσιακά” ηλεκτρικά μικρόφωνα. Τα θηριώδη “παραδοσιακά” ηχεία, γιγαντιαίας ηλεκτρικής ισχύος, μεταδίδουν σε μεγάλες αποστάσεις την “παραδοσιακή” μουσική. Ο χειριστής της “παραδοσιακής”, συνήθως ιαπωνικής προελεύσεως, ηλεκτρονικής “κονσόλας” ρυθμίζει τους ήχους. Οι ηλεκτρονικοί “παραδοσιακοί” ενισχυτές “ξεροβήχουν” εκνευριστικά παράσιτα (κάθε μηχάνημα δικαιούται να έχει τις ιδιοτροπίες του...)
όπως είναι αναπόφευκτο, οι, διερχόμενοι μέσω όλων αυτών των μηχανημάτων, ήχοι υφίστανται μικρές ή μεγάλες αλλοιώσεις. Στη συνέχεια, διανύουν τα ακουστικά αισθητήρια όργανα των θεατών-ακροατών. Στροβιλίζονται μέσα στους σωλήνες του ακουστικού λαβυρίνθου, διεγείρουν το ακουστικό νεύρο. Οι δονήσεις που δέχονται τα, απροστάτευτα και εκτεθειμένα διαρκώς στους θορύβους και την ηχορύπανση, όργανα της ακοής, ειδικά το εσωτερικό αυτί (εσωτερικό ους) που βρίσκεται σχεδόν μέσα στον εγκέφαλο, επηρεάζουν το κεντρικό νευρικό σύστημα. Οι θεατές - ακροατές (που δεν έχουν επίγνωση ότι γίνονται θύματα βάναυσων και απαίδευτων αρκουδιάρηδων) αντί της αγαλλιάσεως και της ήρεμης ευφορίας, εκδηλώνουν ένταση και έξαψη: συναισθήματα που επιζητούν εκτόνωση με το σπάσιμο πιάτων και ποτηριών. Ο Ορφέας εξημέρωνε με την μουσική του τα αγρίμια, ενώ οι αδίστακτοι έμποροι πολλών ειδών της κατ΄ ευφημισμόν μουσικής εξαγριώνουν, εδώ και πολλά χρόνια, τους ανθρώπους.
Εκείνος που θα εκφράσει τέτοιου είδους λεπτολογίες θα χαρακτηρισθεί από τους “μερακλωμένους” (που μπορεί να είναι απλώς παραζαλισμένοι) είτε ως σχολαστικός, είτε ως υποχόνδριος, είτε ως “κρυόκωλος”, είτε ως “ξενέρωτος”, είτε ως “κολλημένος”. Ποιος του είπε να έχει έμμονες με το "φιλοκαλούμεν μετ΄ευτελείας" των καλαίσθητων αρχαίων Αθηναίων;
Ας πάμε τώρα στις φορεσιές. Εδώ η “παράδοση”... αντιστέκεται: οι ομοιόμορφες στολές μοιάζουν, λίγο ως πολύ, παραδοσιακές. Μήπως θα ανέβει κανείς από τους θεατές πάνω στην ξύλινη εξέδρα για να τίς... ζυγίσει; Οι αυθεντικές υφαντές φορεσιές ήταν βαριές. Οι γυναίκες που τις φορούσαν κατά τις γιορτές από σεβασμό προς τα ήθη της εποχής των, αλλά και εξ αιτίας αυτού του βάρους χόρευαν "στρωτά", δηλαδή χωρίς άκομψες άρσεις των κάτω ακρών και επιδεικτικά κουνήματα. Η σεμνότητα αποτελούσε το μέγιστο γυναικείο προσόν, όπως αντίστοιχο ... προσόν σήμερα είναι η πρόκληση (είτε με τα διαφανή και μικροσκοπικά ρούχα, είτε με την λάγνα κινησιολογία). Εκτός όμως από την πρόκληση, κυρίαρχο ρόλο παίζει και η ανοησία, που βάζει τις κοπέλες να χορεύουν ψευτομάγκικα χασάπικα και χαζοχαρούμενα συρτάκια, φορώντας ζωνάρια στη μέση. (Σημείωση: τα ζωνάρια χρησίμευαν για να προστατεύουν το μυϊκό σύστημα, εκείνων που σήκωναν πολλά βάρη, που σημαίνει κατ΄ αναλογίαν, πως όταν χόρευαν δεν έκαναν ακροβατικές φιγούρες). Σε συνέντευξή της η Μελίνα Μερκούρη είχε εκφράσει την μεταμέλειά της για το συρτάκι που παρουσίασε στην διάσημη, βραβευμένη στο Φεστιβάλ των Καννών, ταινία “Ποτέ την Κυριακή” (1960): Οι κινηματογραφικοί κανόνες θεαματικότητος προέβαλαν μία εξωπραγματική Ελλάδα, δίχως να προσφέρουν κάτι καλό στον Ελληνικό Πολιτισμό.
Φορεσιές του 19ου αιώνος που έχουν περισωθεί άνηκαν στους πλουσίους και όχι στον απλό λαό. Τα ακριβάτους υλικά άντεξαν στον χρόνο. Όσες πάλι εικονίζονται στους περισσοτέρους πίνακες εκείνης της εποχής, μάλλον παρουσιάζονται εξωραϊσμένες. Η διαμόρφωση ορισμένων τύπων “παραδοσιακής” ελληνικής φορεσιάς δέχτηκε τις επιρροές των αισθητικών προτιμήσεων κάποιων Bαυαρών αυλικών, που οργάνωναν στα ανάκτορα του Όθωνος χοροεσπερίδες, στις οποίες κυριαρχούσαν η χλιδή και η εντυπωσιοθηρία. (NΤΟPA ΤΣAΤΣΟΥΣΥΜΕΩNIΔΟΥ "Ο χορός στην Ελλάδα Μετά την εθνική μας απελευθέρωση", “ΕΛΛAΣ”, Εκδ.ΠAΠΥPΟΣ 1998 )
Σε σπάνιες, παλιές φωτογραφίες στα χώρια μπορεί κανείς να δει ανθρώπους που δεν προτιμούσαν τους φραγκοράφτες, και ντυνόντουσαν με ανεπιτήδευτο και πρακτικό τρόπο: Η απλότητα και η αποφυγή των περιττών αποτελούν χαρακτηριστικά της ελληνικής καλαισθησίας. Η ίδια καλαισθησία χαρακτηρίζει και τους ελληνικούς χορούς, όπως και τα τραγούδια, από τα οποία οι χοροί συνοδεύονται. Έχει γραφεί χαρακτηριστικά: “Τέλος, να θυμίσω στον αναγνώστη την εκφραστική μονοτονία που έχουνε τα δημοτικά τραγούδια μας, που είναι τα πλέον γνήσια λογοτεχνήματα, και που γι΄ αυτά έχω γράψει πολλές φορές. Βάζω εδώ μονάχα λίγα λόγια που έχω γραμμένα για τον βουνίσιο λαϊκό ποιητή: "Το φως είναι μπροστά του, απλό, αληθινό. Εδώ δεν έχει πολλά λόγια. Με πέντε δέκα λιθάρια χτίζει έναν πύργο. Με δυο τρία πουρνάρια κάνει ένα δάσος, με τρία αγριολούλουδα μοσκοβολά ο τόπος. Πεντέξη άνθρωποι που κουβεντιάζουνε, ένα λημέρι τριγυρισμένο με ξερολιθιά, δυο πουλιά που πετάνε από πάνω, ένα μνήμα πούναικοντά σ΄ ένα ρημοκκλησι, κάτι γίδια πουβοσκάνε, αυτά φτάνουνε για να νοιώσεις όλη την πλάση. Γιατί ο ουρανός κι η γης κι όλα τα πλάσματα είναι παρών. Ποτές το αίσθημα δεν ξεπέφτει σε μπόσικα γλυκοσαλιάσματα" (Φώτης Κόντογλου (1895 1965): “ Η μεγάλη μονοτονία της φύσης και των μεγάλων έργων”, από τα "Μυστικά άνθη" ΕΚΔ. ΠAΠAΔH-ΜHΤPIΟΥ, Αθήνα 2001.) Επειδή φέτος συμπληρώθηκαν ογδόντα χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή, επέλεξα αυτή την περιγραφή για το δημοτικό τραγούδι, φτιαγμένη από έναν πολυτάλαντο Κυδωνιέα (Κυδωνίες, στα τουρκικά Αϊβαλί, φημισμένη πόλη των Μικρασιατικών παραλίων), του οποίου η συγγραφική και εικαστική δημιουργία διαπνέεται από μία παράφορη αγάπη για το ελληνικό τοπίο και την ελληνική λαϊκή παράδοση.
Οι παραδοσιακοί γεωργοί και κτηνοτρόφοι, που μοχθούσαν και ίδρωναν ολημερίς στην ύπαιθρο, δεν χόρευαν σαν να ανήκαν σε μπαλλέτο. Η σκληρή καθημερινή τους εργασία απαιτούσε δύναμη, ευλυγισία και αντοχή, γι αυτό δεν είχαν ανάγκη να επιδεικνύουν αυτά τους τα χαρίσματα στα πανηγύρια, όπου γλεντούσαν και χόρευαν ανεπιτήδευτα και αναλόγως με την διάθεση της στιγμής. είχαν την πρόνοια να αποφεύγουν τις ψεύτικες πόζες και τις κούφιες χειρονομίες, θεωρώντας ότι ήταν αταίριαστες με τα ήθη των, για τα οποία οι θεατρινισμοί συνιστούσαν ξεπεσμό και αξιοθρήνητη απαιδευσία.
Οι ερασιτέχνες χορευτές μέλη των συλλόγων που συμμετέχουν στις παραστάσεις των διαφόρων μαζικών εκδηλώσεων συνήθως χαμογελούν με, προσποιητή, ανεμελιά. Στο τέλος μίας τέτοιας παραστάσεως, που συνήθως διαρκεί δύο ώρες, ο θεατής αποκομίζει την εντύπωση ότι το (αμήχανο ή αυτάρεσκο) χαμόγελο των χορευτών είναι ίδιο με το στημένο χαμόγελο των φωτομοντέλων που διακοσμούν τα εξώφυλλα των λάιφστάϊλ εντύπων, και των μανεκαίν που κάνουν επιδείξεις ρούχων στις πασαρέλες. (Δεν γνωρίζω αν υπάρχουν ελληνικές λέξεις για τα βαρβαρικά “πασαρέλα”, “μανεκαίν”, “μπαρ”, και αλλά συναφή. Πιστεύω ότι κανονικά δεν θα πρέπει να υπάρχουν ελληνικές λέξεις που να περιγράφουν πράγματα ξένα προς τον ελληνικό πολιτισμό). Στους Ποντιακούς χορούς δεν χρειάζεται να χαμογελούν οι χορευτές, κάτι που δεν είναι γνωστό σε όλα τα συγκροτήματα. Στους ίδιους αυτούς χορούς ο πρωτοχορευτής δεν κάνει φιγούρες, ψαλίδια και επιδεικτικά άλματα, ούτε χτυπάει με το χέρι την φτέρνα του. (“ Η έρευνα του λαϊκού χορού”, εκδ. ΔIΕΘNHΣ ΟPΓANΩΣH ΛAΪΚHΣ ΤΕXNHΣ)
Υπάρχουν χοροδιδάσκαλοι, και άλλοι ασχολούμενοι με την λαογραφία, άριστοι γνώστες των παραδόσεων, είναι όμως λίγοι. Οι περισσότεροι από τους ενασχολουμένους με αυτά τα θέματα δεν έχουν αισθητική παιδεία, ούτε έχουν μελετήσει τους επαγωγικούς συλλογισμούς του Πλάτωνος για την σωματική και πνευματική διαπαιδαγώγηση των πολιτών (NΟΜΟI B). Περιορίζονται σε πρόχειρες μιμήσεις και σε αβασάνιστους ερασιτεχνισμούς, ενώ ισχυρίζονται ότι επιτελούν πολιτιστικό έργο “συνεχίζοντας” την παράδοση: μία παράδοση που αγωνιά να προβληθεί στην τηλεόραση, φτιασιδωμένη για να αντέξει στο σκληρό φως των προβολέων και των, ανελέητων, γκρο -πλάν λήψεων. Με δεδομένο ότι, εδώ και δεκαετίες, τόσο τα θεάματα όσο και η ανθρώπινη συμπεριφορά έχουν διαποτιστεί από τα ποικίλα συνθετικά “αρώματα” των Xολλυγουντιανών θεαμάτων καθώς και άλλων μικρότερων Xόλλυγουντ, Μπρόντγουεη, Τσινετσιτά, Μπόλυγουντ (=το Ινδικό Xόλλυγουντ, στην Bομβάη), κλπ.), δεν είναι εύκολο να πιστέψουμε ότι, αυτό που μας παρουσιάζεται ως λαϊκή παράδοση, έχει την ευωδιά της αγνότητος και της αυθεντικότητος. Φαίνεται σαν μία περίπτωση ανάλογη εκείνης όπου, η αγυρτεία ανακαλύπτει κάποια τυχαία οστά, τα καταβρέχει με συνθετικό μύρο ώστε να ευωδιάσουν, και έτσι να προσελκύονται τα θρησκόληπτα πλήθη, που συνωστιζόμενα προσμένουν θαύματα, τάζοντας “ασήμια και μαλάματα”.
Πόσο καλύτερος και περισσότερο πεπαιδευμένος αποχωρεί ο θεατής, μετά το τέλος μιας τέτοιας παραστάσεως, της οποίας τους ναρκισσευομένους συντελεστές έχει ανταμείψει με γενναιόδωρο χειροκρότημα; Γιατί “ναρκισσευομένους”; Επειδή, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, δεν αποφεύγουν “να ιππεύσουν το καλάμι”, όταν, με λίγες ώρες προετοιμασίας για την εκμάθηση των επαναλήψεων ορισμένων απλών βημάτων, απολαμβάνουν τα ηχηρά χειροκροτήματα και την παρατεταμένη επιβράβευση από ένα πολυπληθές κοινό. Άλλοι θεράποντες του θεάματος σπανίως απολαμβάνουν ανάλογη επιβράβευση, επειδή παρουσιάζουν δύσκολα, για την παιδεία και την αντίληψη των πολλών, θεάματα. Η πλειοψηφία των θεατών δεν καταπιάνεται με τέτοιου είδους προβληματισμούς, ούτε ψάχνει για τις λεπτές διάφορες που υπάρχουν μεταξύ “διασκεδάσεως” και “ψυχαγωγίας”.
Την ώρα όμως που κάποιοι επιδίδονται σε φτηνούς εντυπωσιασμούς και σε πομπώδη συνθήματα,
στα απέριττα
της Τερψιχόρης χοροστάσια /
ιδρώνουν νεοι ποιητές, /
μακριά από την ηχορύπανση, /
τις γυαλισμένες πόρπες,
και τις φανταχτερές τις φορεσιές.
Εριφύλη Μιχαηλίδου - Κάτανα
ΥΓ. Κάποιοι “πλανόδιοι”ερασιτέχνες που γνωρίζουν, κουτσά-στραβά, πέντε - δέκα παραλλαγές λαϊκών χορών, έρχονται σε συνεννόηση με εκπροσώπους των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων στα σχολεία, και οι ημιμαθείς γονείς και κηδεμόνες εμπιστεύονται σε αυτά τα άτομα τα παιδιά τους, με ήσυχη την συνείδηση ότι επιτελούντο καθήκον τους απέναντι στην παράδοση. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα παιδιά: η θα αντιπαθήσουν την παράδοση (αφού την διδάσκονται από προχειρολόγους), ή απλώς θα αρκεστούν να μάθουν πως να "πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα" (χαρακτηρισμός από το κείμενο "Ο μοναχικός θρήνος" του Διονύση Xαριτόπουλου, εφημ. “ΤA NΕA” 14 15 Σεπτεμβρίου 2002).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου