(απόσπασμα)
Γεωργίου Λαμπελέτ (1875-1945)
Εκδόσεις Το Ρόδον
Γεωργίου Λαμπελέτ (1875-1945)
Εκδόσεις Το Ρόδον
Η τέχνη, όταν είναι αυθόρμητος και ειλικρινής, όσον και αν ανυψώνεται και εις τας υψηλοτέρας κορυφάς του ιδανικού, πάντοτε φέρει εις τα βάθη της υποστάσεώς της κάτι το υλικόν και το γήινον, το οποίον αντλεί από την ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνου δημιουργού και από την φυλή εις την οποίαν αυτός ανήκει.
«Ο θεμελιώδης ρυθμός ας στυλωθεί εις το κέντρο της Εθνικότητος και ας ανυψώνεται κάθετα».
Είναι αυτά τα λόγια του κορυφαίου των νεοελλήνων ποιητών, του Διονυσίου Σολωμού, λόγια, τα οποία δια δογματικού σχεδόν ορισμού, φανερώνουν το βαθύτερον νόημα και το ουσιώδες πνεύμα, το οποίο διέπει το βαρυσήμαντον έργον του μεγάλου Ζακυνθίου ποιητού, ο οποίος βαθέως κατενόησε και ησθάνθη ότι η τέχνη δια να είναι αληθινή πρέπει να αντλή και δύναμιν από τας αγνάς πηγάς της εθνικής ζωής και ότι όσον και αν ανυψώνεται απομακρυνόμενη από αυτάς πάντοτε και αναγκαστικώς πρέπει να την συνδέη ένας βαθύς εσωτερικός δεσμός.
Πριν ή αποπειραθώ να ομιλήσω ειδικώτερον δια μερικάς παρατηρήσεις τας οποίας έτυχε να κάμω επί της νεοελληνικής μουσικής, προέταξα τας σκέψεις αυτάς του Σολωμού δια να λάβω αφορμήν να ειπώ ολίγα λόγια δια τον εθνικισμόν εις την μουσικήν, ο οποίος εις τα τελευταία έτη μας παρουσιάζει μιαν πολύ σημαντικήν κίνησην εις την παγκόσμιον μουσικήν. Μελετών τα νεοελληνικά δημώδη τραγούδια με τα τόσον έντοντα φυλετικά των γνωρίσματα, είχα την ευκαιρία να φέρω εις την μνήμην μου μιαν αντίθεσιν εις τας αρχάς του Σολωμού σχολήν, της σχολής της παγκοσμιότητος εις την τέχνην, η οποία έχει, φαίνεται, ως θεμελιώδη αρχήν, ότι η τέχνη μέσα εις την φύσιν είναι ένα φαινόμενο σχεδόν απομονωμένο, εκδηλούμενον έξω από κάθε επίδρασιν και από κάθε όριον τόπου και χρόνου. Δια τους οπαδούς της θεωρίας αυτής έχω την πεποίθησιν ότι η μελέτη και η γνώσις της νεοελληνικής δημώδους μουσικής θα επετέλει μιαν πολύ απογοητευτικήν διάψευσιν των αρχών της καλλιτεχνικής των πίστεως, καθότι θα ήτο δύσκολον, αληθώς, δι’ αυτούς να εξηγήσουν το φαινόμενον μιας τέχνης, της οποίας και το θεωτηρικόν σύστημα εις το οποίο βασίζεται και η αισθητική και ψυχολογική υπόστασις (μέτρον, ρυθμός, κλίμακες, μορφή και έκφρασις μελωδίας, αρμονία, κτλ) πολύ συχνά και ουσιαστικώς έρχονται εις σύγκρουσιν με το θεωρητικόν και αισθητικόν πενύμα, το οποίον διέπει την μουσικήν άλλων φυλών.
Έρχεται φυσικά να ερωτήση κανείς τον ανήκοντα εις την σχολήν αυτήν. Δεν έχει, λοιπόν, δικαιώματα ζωής εις την τέχνη, η οποία τόσον πολύ συνδέεται με το φυσικόν περιβάλλον και με την παράδοσιν μιας φυλής ; Δεν είναι κι αυτή ένα φυσικόν φαινόμενον, όπως όλα τα άλλα ; Δεν είναι κάτι τι ζωντανόν και αληθές και δεν αντιπροσωπεύει μιαν φυσικήν και πραγματικήν αξίαν ;
Αλλ’ ίσως οι συγκαταβατικώτεροι οπαδοί της παγκοσμιότητος αυτής δεν θα εδυσκολεύοντο και τόσον να παραδεχτούν ότι θα υπήρχε και κάποιος εθνικός χαρακτήρ εις την τέχνην, φοβούνται όμως μήπως αυτή, δεχόμενη να εμπνευσθεί από τας πηγάς της εθνικής ζωής και από την εθνικήν παράδοσιν, μακρύνη τα όρια της ενέργειάς της και περιορίζη εις κύκλον στενόν την αποστολήν της.
«Η μεγάλη παγκόσμιος υπεροχή είναι σήμερον η των προσωπικοτήτων και όχι η των εθνών. Ως εκ τούτου θα ήτο μέγα σφάλμα το να επίστευε κανείς ότι οι μεγαλοφυΐαι είναι οι πιστότεροι και οι εκφραστικότεροι αντιπρόσωποι των εθνών από τα οποία προήλθον».
Αυτά έγραφε προ ετών ένας από τους εξοχώτερους Γάλλους σοφούς, ο Ρομαίν Ρολλάν, ομιλών αναφορικώς με την γερμανική επίδρασιν εις το πραγκόσμιον πνεύμα. Προς ενίσχυσιν δε των ιδεών του αυτών ανέφερε και μιαν γνώμην του Γκαίτε, ο οποίος έλεγε κάποτε εις τον Έκερμαν : «Η εθνική φιλολογία δεν έχει πλέον σήμερον μεγάλη σημασίαν και έννοιαν. Η εποχή της παγκοσμίου φιλολογίας ( Welt-literatur) έρχεται πλέον και ο καθείς οφείλει να εργασθεί δια να επιταχύνει την έλευσιν της εποχής αυτής».
Αλλά ποιος είπεν ότι η τέχνη, η οποία φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας ωρισμένης φυλής, δεν ημπορεί να είναι και παγκοσμίου επιβολής ; Ο Σολωμός και εκείνοι, οι οποίοι αισθάνονται και αντιλαμβάνονται ότι η τέχνη πρέπει να έχη τον χαρακτήρα της εθνικότητος, (και μόνον τότε η τέχνη είναι αληθινή και ειλικρινής), δεν εννοούν βέβαια να υποστηρίξουν τον τοπικισμό εις την στενωτέραν του σημασίαν, με το τοπικόν χρώμα και τα πλέον κτυπητά εκείνα εξωτερικά γνωρίσματα , τα οποία μας χαρίζει η λαϊκή έμπνευσις εις τας πρωτογόνους μορφάς της, αλλ’ εννοούν να έχουν οι καλλιτέχναι δημιουργοί ως αφετηρίαν εις το έργον των τον θεμελιώδη ρυθμόν, την ουσίαν των λαϊκών αυτών εμπνεύσεων, εις τας οποίας αντανακλάται η εθνική ψυχή, και να ανυψωθούν από αυτάς, δημιουργούντες, με την βοήθειαν και των τολμηροτάτων και νεωτάτων τεχνικών μέσων, μιαν ανωτέραν και παγκόσμιον τέχνην και αναζητούντες νέας και ευγενεστέρας μορφάς. Με την αντίληψη λοιπόν αυτήν πως ημπορεί κανείς να καταδικάση επί στενότητι ορίων την εθνικήν τέχνην ; Μήπως η τέχνη γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιληπτή μόνον εις τον τόπον εις τον οποίο γεννάται και εκδηλώνεται και δεν ημπορεί να είναι παγκοσμίου επιβολής ; Παντού, όπου ανεφάνησαν καλλιτεχνικαί μεγαλοφυΐαι, το έργον των έφερε τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της εθνικότητος, άλλοτε εντονώτερον και άλλοτε ασθενέστερον. Το έργο του Ριχάρδου Βάγκνερ τι άλλου είναι παρά ένα τέλειον δείγμα μιας τέχνης, η οποία, ενώ με τα εντονότερα χρώματα αντικατοπτρίζει όλα τα χαρακτηριστικά του πνεύματος της φυλής, είναι και παγκοσμίου επιβολής, και κατώρθωσε να επηρεάσει τας σχολάς όλου του κόσμου ;
Τι να ειπή δε κανείς δια την αρχαίαν ελληνικήν τέχνην ; Ποίος ημπορεί να αρνηθή εις αυτήν τον ιδιαίτερον χαρακτήρα και την ιδιαιτέραν έκφρασιν ; Ποίος ημπορεί να αρνηθή εθνικότητα ; Και ποία τέχνη υπήρξε περισσότερον παγκόσμιος από την ελληνικήν ; Όταν λοιπόν ο Σολωμός έγραφεν ότι ο θεμελιώδης ρυθμός της τέχνης πρέπει να στυλωθεί στο κέντρο της εθνικότητος και να ανυψώνεται κάθετα, εννοούσε, όπως και ανωτέρω είπα, ομιλών περί της ανυψώσεως αυτής, ότι η τέχνη, απομακρυνόμενη από τα εθνικά πρότυπα και με την βοήθειαν και των τολμηροτέρων και υφ’ όλων των σχολών παραδεδεγμένων τεχνικών και επιστημονικών μέσων ανερχόμενη εις ένα υψηλότερον επίπεδον, γίνεται και παγκοσμίου επιβολής. Ώστε, συμφωνούσε καθ’ όλα με εκείνους, οι οποίοι με την ιδιαιτέραν των αντίληψιν θέλουν την τέχνην παγκόσμιον, με την ουσιώδη όμως διαφοράν, ότι δια τον Σολωμόν η τέχνη οφείλει μεν να είναι παγκόσμιος, αφού λουσθή πρώτα εις τας αγνάς πηγάς της εθνικότητας. Δεν πιστεύω να υπάρχει άλλη βαθυτέρα και υγιεστέρα αντίληψις της τέχνης από αυτήν. Και την αντίληψιν αυτήν ευτυχώς την έχουν εις τον κόσμο της τέχνης πολλαί και σημαντικαί προσωπικότητες (αι περισσότεραι ίσως), μεταξύ των οποίων ιδιαιτέρως μ’ ενδιαφέρει να αναφέρω μίαν, τον Βενσάν Ντ’ Εντύ, ο οποίος με θαυμαστήν ειλικρίνειαν πνεύματος έγραφεν κάποτε σε μιαν επιστολή του : «Ημπορεί ο καλλιτέχνης ποτέ εις το πείσμα όλων των επιδράσων να παράγη άλλο τι εκτός από την τέχνην, την οποίαν αισθάνεται μέσα εις την ψυχήν του ; Μήπως ένας Γάλλος μουσουργός, συνθέτων σύμφωνα με την ιταλικών τεχνοτροπίαν, θα ηδύνατο να παράγει άλλο τι το οποίον να μη ήτο κατ’ ουσίαν γαλλική μουσική ; Και ποίος θα ηδύνατο να εμποδίση ένα Ιταλόν μουσουργόν, ακολουθόντα την γερμανικήν τεχνοτροπίαν, να συνθέση μουσικήν κατ’ εξοχήν ιταλική ; …»
Ένα ανάλογο δείγμα εθνικής κατευθύνσεως εις την τέχνην μας το δίδει, ως γνωστόν, η γεμάτη σφρίγος και ζωήν νεωτέρα σχολή των Ρώσων εθνικιστών, από τον Γκλίγκα έως τον Μουσσόρσκυ, τον Μποροντίν, τον Ρίμσκυ Κορσακώφ, εις τα έργα των οποίων, ενώ είναι αισθητή η ξένη επίδρασις κυριαρχεί εντούτοις ανόθευτος ο εθνικός χαρακτήρ. Το ότι δε η τέχνη, η οποία αγωνίζεται και προσπαθεί να μείνει έξω από το αίσθημα της φυλής από την οποίαν προέρχεται, δεν έχει πραγματικήν αξίαν, το αποδεικνύει το ότι η ρωσική μουσική ήρχισε να έχει σημασίαν και δύναμιν κυρίως από την στιγμήν που οι Ρώσοι μουσουργοί ήρχισαν να εμπνέωνται από τας πηγάς της εθνικής ζωής, είναι δε πολύ κατώτερον και σχεδόν ασήμαντον το έργον εκείνων, οι οποίοι ηκολούθησαν αντίθετον δρόμον.
Και μήπως, αν έλθωμεν και εις την ελληνικήν καλλιτεχνικήν ζωήν, δεν συμβαίνει το αυτό ; Από πότε ήρχισε να έχη σημασίαν και αξίαν η τέχνη μας παρά από την εποχή που η ποίησις και η φιλολογία μας, και εις τα τελευταία έτη και η μουσική μας, ήρχισαν να εμπνέωνται από τας λαϊκάς πηγάς και από την εθνικήν παράδοσιν ;