Παύλος Μελάς |
ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ
Σαν τέτοια ώρα στο βουνό ο Παύλος πληγωμένος
μες στο νερό του αυλακιού ήτανε ξαπλωμένος.
- Για σύρε, Δήμε μου πιστέ, στην ποθητή πηγή μου
και φέρε μου κρύο νερό, να πλύνω την πληγή μου.
Δεν κλαίω την λαβωματιά, δεν κλαίω και το βόλι,
μον' κλαίω που με άφησε η συντροφιά μου όλη.
Σταλαγματιά το αίμα μου για σε, Πατρίς μου, δίνω,
για να 'χεις δόξα και τιμή, να λάμπεις σαν τον ήλιο.
ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΚΑΜΑΡΩΤΗ
Λεβαντιά καμαρωτή μέσα σε βουνά και δάση
με ντουφέκια, με σπαθί την Πατρίδα να δοξάσει.
Φεύγουν οι εχθροί μας, παν', κάθε Βούργαρος και Τούρκος.
Φεύγουν, φεύγουν, δε βαστούν. Ποιος μπορεί να βγει μπροστά σου;
Γεια σου Βάρδα αετέ, όμορφό μου παλικάρι.
Γεια σου Βάρδα ξακουστέ! Ποιος την έχει τέτοια χάρη;
Τα πουλιά γλυκολαλούν πάνω στα βουνά, στα δάση:
Κάθε κρότος ντουφεκιού την Πατρίδα να δοξάσει...
ΤΟΥ ΖΑΚΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑ
Ο Ζάκας ο περήφανος κι ο Γέρμας το ξεφτέρι
μ' όλο λεβέντες διαλεχτούς, μ' εξήντα παλικάρια,
στη Λόσνιτσα περάσανε να κάμουν το λημέρι,
'κει π' αγκαλιάζονται οι οξυές με τα χλωρά χορτάρια
και τρέχουν γάργαρα νερά, τα δέντρα που ισκιώνουν.
Ψιλό τραγούδι άρχισαν να ψιλοτραγουδούνε...
Πρώτος ο Ζάκας τ' άρχισε κι ο Γέρμας τ' αποσώνει.
Μαύρο κοράκι πέταξε και το τραγούδι παύει.
Τουρκιά χιλιάδες πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Με μια ορμή ριχτήκανε στην τούρκικη τη φλόγα
και κόβουν Τούρκους άπειρους σαν θεριστές τα στάχυα...
που έχει το Μακρύοβο - βαριά σκοτεινιασμένο,
να ιδείς λεβέντες κι άρματα, να ιδείς το Νικοτσάρα
πώς της Τουρκιά τα τάγματα τον έχουνε ζωσμένο.
Μ' οχτώ λεβέντες μοναχά χιλιάδες πολεμάει!
Τα βόλια δεν τον σκιάζουνε. Το χάρο δεν γροικάει.
Έξι ώρες κάνει πόλεμο! Έξι ώρες τους βαστάει!
Και ξεγυμνώνει το σπαθί, την έξοδο προστάζει.
Με τ' αντρειωμένο χέρι του ανοίγει δόξας δρόμο
κι ακολουθούν ατρόμητοι οι λίγοι σύντροφοί του.
Αλλού μοιράζει θάνατο κι αλλού σκορπίζει τρόμο
και πέφτει αθάνατος νεκρός κι ακόμα τρεις μαζί του.
Όσα πουλιά κι αν τ' άκουσαν όλα μοιρολογούνε
μαζί με τις Στρωμνίτισσες τον άξιο Νικοτσάρα.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΔΟΒΙΣΤΑΣ
- Ποιοι είν' αυτοί, που δεν ψηφούν καθόλου τη ζωή τους
και με τους Τούρκους πολεμούν με όλη την ορμή τους;
Μαύροι καπνοί σηκώνονται ψηλά εδώ στη ράχη...
- Άραγε ποιοι σκοτώνονται στην τρομερή τη μάχη;
Να, η Δοβίστα έγινε σαν άλλο Νέο Σούλι
με τη θυσία των παιδιών του καπετάν Μακούλη.
Δεν είν' ο πόλεμος, παιδιά, συνηθισμένη μάχη.
Κόλαση μαύρη! Μα καρδιά οι Μακεδονομάχοι!
- Κράτα πρωτοπαλίκαρο! Νικόλα Τσιάπο, κράτα!
Ο Αμπλιάμπεης σκοτώθηκε καταμεσής στη στράτα.
Χτυπούν οι Τούρκοι, μα κι αυτοί κρατούνε λιονταρίσια!
Δε σκοτωθήκανε σκυφτοί, πέσαν παλικαρίσια!
Της Δοβίστας τα παλ'κάρια πολεμούν σαν τα λιοντάρια..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου