Τὸ παρὸν τραγοῦδι πρόκειται δι΄ ἕνα πατέρα καὶ τὸν ὑιόν του, ἐκτελεσθέντας κατόπιν αὐθεραίτου διαταγῆς τοῦ σουλτάνου ἤ τελείως ἀδίκως ἀπὸ κάποιον πασᾶ.Ἀλλὰ ἐδῶ τὸ θέμα δὲν λαμβάνεται ἱστορικῶς καὶ κατὰ τρόπον ἄμεσον , ἀλλὰ παρουσιάζεται κάτω ἀπό ἀλληγορικὸν πέπλον. Ἡ σύζυγος τοῦ πρώτου καὶ μητέρα τοῦ νέου, τῶν δύο θυμάτων, θρηνεῖ τὴν δυστυχίαν της ὑπό τὴν συμβολικὴν μορφὴν μιᾶς ἐλαφίνας, ἡ ὁποία ἔχασε τὸ ταίρι της καὶ τὸ ἐλαφάκι της ἀπό τὰ κτυπήματα σκληροῦ κυνηγοῦ. Τὴν πολὺ ἁπλῆν αὐτὴν ἀλληγορίαν διηγεῖται ὁ ποιητὴς μὲ αἴσθημα καὶ μὲ ποίησιν καὶ τὸ ὕφος τοῦ τραγουδιοῦ παρουσιάζει ζωηρὰν καὶ τολμηρὰν χάριν καὶ θὰ ἦτο παράτολμον νὰ προσπαθήσω νὰ καθορίσω τὴν χάριν αὐτήν τοῦ τραγουδιοῦ, ἀλλὰ καὶ λυπηρόν, ἄν δὲν τὴν αἰσθανθῶμεν.
Τὸ τραγοῦδι συνετέθη εἰς τὴν μεσηβρινὴν Ἀκαρνανίαν, ὅπου εἶναι ἤδη ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν διαδεδομένων μεταξύ τοῦ λαοῦ. Οἱ νέοι καὶ οἱ μεσήλικες, οἱ ὁποῖοι τὸ τραγουδοῦν, τὸ γνωρίζουν ἀπὸ γέρους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐνεθυμοῦντο ἀκριβῶς πότε τὸ εἶχον μάθει. Ὁ σκοπός του εἶναι πολύ λυπηρὸς καὶ συνήθως τὸ τραγουδοῦν μόνον εἰς λυπηρὰ γεγονότα, εἰς στιγμὰς λύπης, κατὰ τὰς ὁποίας ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἤδη προετοιμασμένη νὰ δεχθῆ ὡς ἰδικήν της κάθε ἀληθινήν ἐκδήλωσιν τῆς λύπης ἑνός ἄλλου.
Τό ἐλάφι καὶ ὁ ἥλιος
Ὅλην τὴν μαύρην κ’ ἄγριαν νύχτα μὲ τὸ φεγγάρι,
Καὶ τὴν αὐγὴν μὲ τὴν δροσιάν, ὅσον νὰ ρήξ’ ὁ ἥλιος,
Τρέχουν τ’ ἀλάφια ’στὰ βουνά, τρέχουν τ’ ἀλαφομόσχια,
Μιὰ ἀλαφίνα ταπεινή, δὲν πάγει μὲ τὰ ἄλλα
Μόνον τ’ ἀπόσκια περπατεῖ, καὶ τὰ ζερβὰ κοιμᾶται,
Κ’ ὅθ’εὕρη γαργαρόν νερόν, θολόνει καὶ τὸ πίνει.
Ὁ ἥλιος τὴν ἀπάντησε, στέκει καὶ τὴν ρωτάει
« Τὶ ἔχεις ἀλαφίνα μου; Δὲν πᾶς καὶ σῦ μὲ τ’ ἄλλα;
«Ἥλιε μου, σὰν μ’ ἐρώτησες, νὰ σοῦ τ’ ὁμολογήσω
«Δώδεκα χρόνους ἔκαμα, στεῖρα,δίχως μοσχάρι
«Κ’ ἀπό τοὺς δώδεκα κ’ ἐμπρός, ἀπόχτησα μοσχάρι.
«Τὸ ἔθρεψα τ’ ἀνάθρεψα, τὸ ’καμα δύο χρόνων.
«Καὶ κυνηγὸς τ’ ἀπάντησε, ρήχνει καὶ τὸ σκοτώνει.
«Ἀνάθεμά σε, κυνηγέ, καὶ σὲ καὶ τὰ καλά σου
«Σῦ μ’ ἔκαμες κ’ ὠρφάνεψα ἀπό παιδί κ’ ἀπ’ ἄνδρα!».
Ἀπὸ τὴν συλλογὴ τοῦ Claude Fauriel "Τὰ Ἑλληνικὰ Δημοτικὰ Τραγούδια",
(1824), μετάφραση Ἀπ.Δ.Χατζηεμμανουῆλ.