Πριν γίνει η περιγραφή του πιάνου, που η αντίστοιχη ελληνική ονομασία του είναι κλειδοκύμβαλο, πρέπει να περιγράψουμε περιληπτικά το μονόχορδο, το οποίο θεωρείται ο αρχαιότατος πρόγονος του. Το όργανο αυτό αποτελεί εφεύρεση του Πυθαγόρα· με την βοήθεια του ο μεγάλος μαθηματικός και φιλόσοφος καθόριζε την μαθηματική σχέση των μουσικών ήχων. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο ηχείο, πάνω στο οποίο τεντώνεται μια χορδή, που μπορεί να διαιρεθεί σε διάφορα τμήματα με ένα κινητό «καβαλλάρη».
Η χορδή έχει μήκος ένα μέτρο και κάτω από αυτή υπάρχει μια κλίμακα με υποδιαιρέσεις εκατοστών και χιλιοστών του μέτρου. Όταν κρούεται σε όλο το μήκος της, δίνει ένα τόνο ορισμένο, π.χ.λα Εάν χωριστεί από τον «καβαλλάρη» σε δύο ίσα ακριβώς μέρη, τότε το καθένα αποδίδει την οξύτερη οκτάβα του λα.
Με βάση το μονόχορδο, κατασκευάστηκε τον Μεσαίωνα το οργάνιστρον ή βιέλλα ( λατινικά : lyra rustica, ιταλικά : lyra tedesca ή cheronda), πάνω στο ηχείο του οποίου τεντώνονταν πολλές χορδές. Μία από αυτές ή ένα ζευγάρι με ταυτοφωνία, βραχύνεται κατά βούληση από πλήκτρα που πιέζονται με τα δάκτυλα. Από τις δύο ή τέσσερις υπόλοιπες, η κάθε μία παράγει τον δικό της τόνο. Οι χορδές πάλλονται όλες μαζί από την επαφή τους με ένα κύλινδρο, που είναι αλειμμένος με κολοφώνιο.
Τον 12ο αιώνα η βιέλλα είχε γκάμα μίας μόνο οκτάβας και η χρήση της ήταν περιορισμένη, αλλά ένα αιώνα αργότερα βελτιώθηκε πολύ. Η γκάμα της αυξήθηκε σε δύο οκτάβες που περιέλαβαν και όλα τα χρωματικά ημιτόνια. Από τον 15ο έως το 18ο αιώνα, η βιέλλα δεν χρησιμοποιήθηκε πολύ και σχεδόν λησμονήθηκε. Τότε όμως οι Γάλλοι την έβγαλαν πάλι από την αφάνεια. Περίφημοι οργανοποιοί την τελειοποίησαν και σπουδαίοι συνθέτες, σαν τον Ωμπέρ ή τον Σεντεβίλ, έγραψαν κομμάτια ειδικώς για αυτή. Σήμερα η βιέλλα έχει περιπέσει πάλι σε αχρηστία και μόνο στα χέρια ενός πλανόδιου οργανοπαίκτη, κάποιας γραφικής γωνιάς τη; Γαλλίας, μπορεί κανείς να την συναντήσει.Η βιέλλα κατά περιόδους ονομαζόταν αρμονία, συμφωνία, ζαμπούνια, σαμπούκα και ροτάτα. Εξάλλου με το όνομα βιέλλα πολλοί ονόμαζαν και την βιόλα , η οποία είναι τελείως διαφορετικό όργανο.
Τον 15ο αιώνα, όταν η χρησιμοποίηση της βιέλλας άρχισε να περιορίζεται, εμφανίστηκε το κλειδόχορδο ή κλαβικόρντιουμ. Ήταν μια τελειοποίηση του μονόχορδου και της βιέλλας, με την διαφορά ότι στην θέση του κινητού καβαλλάρη είχε γλωσσίδια ξύλινα ή χάλκινα, προσαρμοσμένα στα πλήκτρα. Αρχικά έφερε απλές χορδές, αργότερα διπλές και για κάθε μία υπήρχαν πολλά πλήκτρα. Το σχήμα του ήταν ορθογώνιο και το τοποθετούσαν πάνω σε τραπέζι χωρίς πόδια. Τον 16ο αιώνα η γκάμα του έφθασε στις τέσσερις οκτάβες, με τις αλλοιώσεις σε μπεμόλ και σε φυσικό, που υπήρχαν από πριν και τις νέες προσθήκες αλλοιώσεων φα δίεση και σολ δίεση.
Αργότερα το όργανο αυτό απέκτησε πλήρη χρωματική κλίμακα και πόδια. Ο ήχος, πάντως, που απέδιδε δεν ήταν και τόσο σπουδαίος, γιατί του έλειπε η ζωηρότητα και ο παλμός. Παρ’ όλα αυτά, διετήρησε την δημοτικότητα του πάνω από πεντακόσια χρόνια, προ πάντων στην Γερμανία, όπου ο Μπαχ έγραψε μια σειρά από 48 πρελούντιο και φούγκες, ειδικά για κλειδόχορδο ( Wohltemperiertes Klavier).Σιγά σιγά, το όργανο αυτό έδωσε την θέση του στο κλαβικύμβαλο ( γαλλικά : clavecin, ιταλικά : clavicembalo, γερμανικά : Kielelugel), που ήταν μία επαναστατική παραλλαγή του.
Το κλαβικύμβαλο είχε ένα πλήκτρο για κάθε χορδή και αντί γλωσσίδια ξύλινα ραβδιά, τα οποία στην άκρη τους είχαν φτερά κόρακα για να κρούονται οι χορδές. Το σχήμα του ήταν τριγωνικό και οι νότες του μίκραιναν σε μήκος, όσο οι τόνοι γίνονταν οξύτεροι. Δύο ή περισσότερες χορδές διπλές και ταυτόφωνες ενίσχυαν την απόδοση του ήχου του. Το όργανο αυτό παρουσιάστηκε σε πολλές παραλλαγές, όπως το ακανθοκύμβαλο (epinette, spinetta), το οποίο είχε τριγωνικό σχήμα και διέθετε απλό σύστημα πλήκτρων, και το παρθένιο (virginal), οποίο ήταν πολύ διαδεδομένο στην Αγγλία και αποτελούσε την αδυναμία της βασίλισσας Ελισσάβετ, από την οποία πήρε πιθανώς και την ονομασία του (The virgin queen).Στο σημείο αυτό όμως διατυπώνουν διαφορετική άποψη οι περισσότεροι ιστορικοί και αποδίδουν την ονομασία του στο γεγονός ότι ήταν το όργανο το οποίο προτιμούσαν οι νεαρές κοπέλες. Ο Σαίξπηρ είχε αφιερώσει στο Virginal ένα σοννέτο. Άλλη παραλλαγή του ήταν το κλαβεσίνο (clavesin), το οποίο είχε μεγάλο σχήμα και όγκο και έμοιαζε πολύ με το σημερινό πιάνο. Το κλαβεσίνο είχε ουρά και έκανε την εμφάνιση του τον 16ο αιώνα. Ο Ολλανδός Ρούκερς επινόησε για το όργανο αυτό διπλό σύστημα πλήκτρων και εκπληκτικούς ηχητικούς συνδιασμούς.
Το 1765 ο Μπλανσέ παρουσίασε κλαβεσίνο με 122 πλήκτρα και γκάμα πέντε οκτάβες. Από τότε, οι διάφοροι κατασκευαστές του επινόησαν μια σειρά από ατελείωτες ποικιλίες, βελτιώσεις και παραλλαγές, προσθέτοντας συστοιχίες άρπας, λαούτου, μαντολίνου, βαρύαυλου, και άλλων οργάνων. Περισσότερες εντυπωσιακές κατασκευές έκανε ο περίφημος Βερεμπέζ, ο οποίος μεταχειρίστηκε συστοιχίες μιμούμενες δέκα οκτώ διαφορετικά όργανα. Μεγάλοι συνθέτες όπως ο Μπαχ, Χάϊντελ, Σκαρλάττι, Κομπερέν, κ.α., έγραψαν για το κλαβεσίνο πολλές ενδιαφέρουσες συνθέσεις.
Παραλλαγές του κλαβικύμβαλου ήταν ακόμη το γκραβικύμβαλο (gravicembale) με αυξημένους τους βαρείς τόνους, το αρπίχορδο (harpicos) το πανταλεόν (pantaleon) του Χεμπενστράιτ, που αποτελούσε τον πρόγονο του σημερινού πιάνου και διέθετε ειδικά σφυράκια που κτυπούσαν τις χορδές του και τέλος το κλαβικυθήριο (clavicytherium), του οποίου οι χορδές τοποθετήθηκαν κάθετες και οδήγησαν στην κατασκευή του όρθιου σχήματος του σημερινού πιάνου, αφού προηγουμένως δημιουργήθηκε το κλειδοκύμβαλο – καμηλοπάρδαλη (pianogirafe) του 19ου αιώνα, που ήταν εξαιρετικά επιτυχημένος συνδυασμός του όρθιου σχήματος το οποίο λειτουργούσε με ειδικά σφυράκια.
Το πρότυπο του σημερινού πιάνου κατασκευάστηκε από τον Φλωρεντινό οργανοποιό Κριστοφόρι (1711), ο οποίος ονόμασε το όργανο του gravicembalo col piano e forte.Το γκραβικύμβαλο είχε σφυράκια ντυμένα με δέρμα, τα οποία επέστρεφαν αυτόματα στην θέση τους μετά την κρούση και ένα εξάρτημα, τον πνιγέα, που έσβηνε τον ήχο αμέσως μετά την κρούση.Αργότερα, παρουσίασαν ανάλογα όργανα ο Γάλλος Μάριους (1717), ο γερμανός Ζίλμπερμαν ( ο οποίος μάλιστα τα είχε επιδείξει στον Μπαχ), ο μαθητής του Στάιν και οι Σράιχερ, Τσούμπε και Μποντγούντ.
Επαναστατική κατασκευή στο κλειδοκύμβαλο επέφερε ο γερμανικής καταγωγής Γάλλος Σεβαστιανός Εράρ, το 1821, όταν δούλευε ως απλός εργάτης σε ένα μεγάλο εργοστάσιο κλειδοκυμβάλων, όπου σύντομα έδειξε την ιδιοφυΐα του στην κατασκευή αυτών των οργάνων. Το σύστημα του κλειδοκύμβαλου του Εράρ βασίζεται στην διπλή υπεκφυγή, η οποία δεν επιτρέπει στο πλήκτρο να επανέλθει αμέσως στην θέση του. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να επαναλαμβάνεται ο ήχος σε πολλές δονήσεις και έτσι το κλειδοκύμβαλο έπαυσε να έχει τον ξηρό ήχο του κλειδόχορδου και των παραλλαγών του.Αργότερα το πιάνο βελτιώθηκε ακόμη περισσότερο από τον Αλφρέντ Μπάμπκοκ, τον Στάινγουέυ, τον Μπεχστάιν, του οποίου τα όργανα είναι πολύ διαδεδομένα στην Ελλάδα, τον Πλεγιέλ, τον Μπαιζεντόρφερ, τον Μπλύτνερ, τον Έρτς, τον Ίμπαχ και άλλους.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί και το διπλό πιάνο, κατασκευής του Λυόν, ενός Παριζιάνου οργανοποιού, το οποίο διαθέτει δύο σειρές χορδών σε ένα κοινό ηχείο. Στο διπλό πιάνο υπάρχουν δύο κλαβιέ (πληκτροφόροι), όπου μπορούν να παίζουν συγχρόνως δύο εκτελεστές, καθισμένοι απέναντι. Άλλες παραλλαγές του είναι το κλειδοκύμβαλο με διπλό περιστρεφόμενο κλαβιέ, το κλειδοκύμβαλο τρέμολο, διαφωνικό, διπλόφωνο, αιολικό, μεγάφωνο, μικρόχορδο, κ.α.
Το πιάνο στην ζωγραφική
Ηχητικό απόσπασμα
Rachmaninoff - Piano Concerto No. 2, Op. 18 I. Moderato (Rubinstein)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου