Ακριτικά τραγούδια και δημοτική ποίηση
Σκηνή Μάχης - Δ. Σκουρτέλης |
Τα ακριτικά τραγούδια δεν είμαι μόνο το στερεό θεμέλιο της ελληνικής γραμματείας αλλά και το πρώτο διαμάντι στο περιδέραιο της δημοτικής μούσας. Για τούτο και δεν μπορεί να νοηθεί δημοτικό τραγούδι χωρίς αυτά. Και αν θελήσεις να τα παρακάμψεις δεν θα μπορέσεις να νοιώσεις όλη την ομορφιά και το μεγαλείο του δημοτικού τραγουδιού γιατί στα ακριτικά υπάρχει ο πυρήνας, το δομικό σχέδιο όλων των κλέφτικων και αρματολικών τραγουδιών. Ύστερα είναι και ο συνδετικός κρίκος της παλιάς επικής ποίησης, της αρχαίας με τη νεώτερη.
Πολύ σωστά επισημαίνει το γεγονός αυτό ο Ηλ. Π. Βουτιερίδης γράφοντας: «…το μεσαιωνικό ελληνικό δημοτικό τραγούδι θυμίζει όλη την πρωτόγονη, την ηρωική ποίηση της αρχαίας Ελλάδας. Έχει γοργορότητα στη διήγηση, σπάνια τόλμη και δύναμη φαντασίας. Ο ενθουσιασμός κι η ηρωική πνοή το στολίζουνε πέρα για πέρα». Και προσθέτει: «Σε κάθε λαό το πρώτο φανέρωμα της ιστορικής τουλάχιστον ζωής του έχει κάτι το ηρωικό. Η αρχή της ιστορικής ζωής των λαών, που μπορεί να ειπωθή και πρωτόγονη εποχή τους, είναι πάντα ηρωική. Για τούτο και το φανέρωμα της ζωής αυτής με τον ποιητικό λόγο έχει πάντα ηρωικό τόνο. Τα άλλα ποιητικά είδη, που δεν είναι ακόμη ποίηση τεχνητή παρά μόνο λαϊκή, δηλαδή διδακτικά, ερωτικά, σατυρικά ποιήματα και τα παρόμοιά τους έρχονται κατόπι» γράφει ο Ηλ. Π. Βουτιερίδης, που στην αρχή της ιστορίας της Νεοελληνικής λογοτεχνίας ξεκινάει από τ’ ακριτικά δημοτικά τραγούδια.
Εδώ όμως θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν πρόκειται για καινούριο ξεκίνημα αλλά για μια συνέχιση της ζωής της φυλής που είχε ανασταλεί από τον Ρωμαίο κατακτητή και τον αμόρφωτο καλογερισμό των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού, που με τον φανατισμό του θέλησε να διακόψει το δεσμό προς τους αρχαίους, τον αμαρτωλό κόσμο των ειδωλολατρών, όπως τον απεκάλεσαν. Όταν δημιουργήθηκε η βυζαντινή αυτοκρατορία το ελληνικό στοιχείο ξαναβρίσκει την οντότητά του, και αρχίζει να ξεφεύγει από τις ξένες επιδράσεις και στηρίζει τη νέα του πορεία στην ανανεωμένη παράδοσή του.
Τότε φανερώνονται τα δημοτικά του τραγούδια που δείχνουν ότι ο λαός υμνεί την πάλη, τον αγώνα, το θάρρος, την ανδρεία των ακριτών που τους βλέπει σαν ήρωες που αγωνίζονται να διαφυλάξουν τη φυλή από τις βάρβαρες επιδρομές των Μουσουλμάνων.
«…Τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια γεννήθηκαν από την καινούργια ζωή του Ελληνισμού. Μα η καινούργια αυτή ζωή δεν ήτανε καθόλου πρωτόγονη, παρά εξακολούθηση άλλης μακρόχρονης, που είχε γνωρίσει όλες τις περιπέτειες της άνθισης και του ξεπεσμού. Με την καινούργια ζωή ξαναφούντωνε μόνο η ζωτικότητα του Ελληνισμού κι έτσι κι η καινούργια ποίησή του είχε όλα τα φανερώματα, που παρουσιάζονται, όταν ένας λαός προχωρήση αρκετά στο δρόμο της ιστορικής ζωής του», γράφει ο Ηλ. Π. Βουτιερίδης, προσθέτοντας ότι οι Έλληνες τις βυζαντινής εποχής ζήσανε αρκετούς αιώνες ζωή δυνατά εθνική και πολεμική και τα πρώτα του τραγούδια δεν μπορούσαν παρά να έχουν ηρωικό τόνο αφού φτιανόντανε για να αποθανατίσουν και να υμνήσουν πολεμικές δόξες και ηρωικά κατορθώματα.
Έτσι τα ακριτικά τραγούδια ανήκουν στην κατηγορία των ιστορικών τραγουδιών γιατί σχηματίστηκαν σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή, από τον 6ο μέχρι το 12ο αιώνα.
«Η υπερηφάνεια και η αφοσίωσις των Ακριτών εις το Βυζάντιον, η προσήλωσις εις την πατρώαν γην, η περιφρόνησις του εχθρού και η ακλόνητος απόφασις όπως μη επιτρέψουν εις ξένους βαρβάρους λαούς να πατήσουν επί της γης των προγόνων, αποτελούν το κύριον θέμα της εμπνεύσεως του πλουσιωτάτου ακριτικού κύκλου ως και του ευρέως διαδεδομένου έπους του αφιερωμένου εις τον Διγενή Ακρίτα.
Τα ακριτικά άσματα και το ακριτικόν έπος περικλείουν τοιουτοτρόπως και υμνούν τα ακατάλυτα ιδανικά της ελληνικής φυλής, ψαλλόμενα δε απ’ άκρου εις άκρον της ελληνικής γης συνετέλεσαν τα μέγιστα εις την ακραιφνή διατήρησιν του εθνικού αισθήματος» παρατηρεί ο Γ. Ζώρας.
«Η λογοτεχνική αξία των δημοτικών τραγουδιών της βυζαντινής εποχής είναι φανερή και δε μπορεί να συζητηθή. Όλα, με περισσότερο οι «παραλογές», φαίνονται σαν δημιουργήματα μεγάλου ποιητή. Ο στίχος τους είναι τέλειος• γεμάτος ρυθμός και δύναμη• η χασμωδία υπάρχει πολύ σπάνια• κι η φράση στρογγυκή, σφιχτοδεμένη. Πουθενά φλυαρία• όλα λέγονται σύντομα, παραστατικά, με εικόνες παρμένες από την πραγματικότητα της φύσης. Είναι γεμάτα πάθος και φαντασία. Το θέμα ξετυλίγεται γοργό και προχωράει ανεμπόδιστα με τόλμη και καθρατότητα, που θυμίζει τα ρκουσταλένια και γάργαρα νερά, όπως ξεπετιούνται από την πλούσια νερομάνα. Η γλώσσας τους είναι ζωγραφική, είχε κάτι το αντρίκιο χωρίς να της λείπη κι η ευγένεια, που υπάρχει στο ξετελιωμένο λογοτεχνικό όργανο, γράφει ο Ηλ. Βουτιερίδης, που οι απόψεις του κρίθηκαν από τους ειδικούς ακριτολόγους ως οι καλύτερες που διατυπώθηκαν από ιστορικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας. […]
Με τα ακριτικά τραγούδια ο Ελληνισμός ξαναβρίσκει τον εαυτό του, την ιστορική του παράδοση που είχε ναρκωθεί κάτω από τη ρωμαϊκή κατάκτηση και είχε παραστρατήσει και στομώσει με τον Βυζαντινό καλογερισμό.
Τα ακριτικά τραγούδια έδειξαν στον λαό ότι για να βρει το δρόμο του πρέπει να παλεύει ασταμάτητα, ηρωικά, αντριωμένα για να συντρίψη τους κάθε λογής εχθρούς, τα κάθε λογής εμπόδια που του σταματούσαν ή του πισωδρόμιαζαν την πορεία του.
Απόσπασμα από το βιβλίο "Ακριτικά, Βασίλη Χ. Μάκη, Εκδόσεις Επικαιρότητα
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟ
Ο Κωνσταντίνος ο μικρός κι ο Αλέξης ο αντρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρών και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι’ αντάμα έχουν τους μαύρους των στον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ’ Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξεριζώνει.
Κ’ εκεί που τρώγαν κ’ έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε κ’ έκατσε δεξιά μεριά στην τάβλα.
Δεν κελαϊδούσε σαν πουλί, δέν έλεε σαν αηδόνι,
μον’ ελαλούσε κ’ έλεγε νανθρωπινή κουβέντα:
- Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοί κουρσάροι.
Πήραν τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη».
‘Ώστε να στρώση ο Κωνσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο στο μαύρο καβαλλάρης.
- Για σύρε, συ Βλαχόπουλο, στη βίγλα να βιγλίσης•
αν ειν’ πενήντα κ’ εκατό, χύσου μακέλεψέ τους,
κι αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησέ μας».
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνούς κι’ Αράπηδες κουρσάρους,
οι κάμποι επρασινίζανε, τα πλάγια κοκκινίζαν•
άρχισε να τους διαμετράη, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάη πίσω ντρέπεται, να πάη μπρος φοβάται.
Σκύβει φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει:
- Δύνεσαι, μαύρε μ΄, δύνεσαι στο γαίμα για να πλέξης;
- Δύνεσαι, αφέντη, δύνομαι στο γαίμα για να πλέξω,
κι’ όσους θα κόψη το σπαθί, τόσους θενά πατήσω.
Μόν’ δέσε το κεφάλι σου μ’ ένα χρυσό μαντήλι,
μην τύχη λάκκος και ριχτώ και πέσης απ’ τη ζάλη.
- Σαΐτες μου αλεξαντρινές, καμιά να μη λυγίση,
κ’ εσύ σπαθί μου διμισκί, να μην αποστομώσης.
Βοήθα μ’, ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ’ αδερφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε να μπουμε, κι όπου ο Θεός τα βγάλη!»
Στο έμπα του μπήκε σαν αϊτός, στα ξέβγα σαν πετρίτης•
στο έμπα του χίλιους έκοψε, στο ξέβγα δυο χιλιάδες,
και στο καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει.
Πήρε τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω τους τους παίρνει.
Στο δρόμο νοπού πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα:
«Που είσαι, αδερφέ μου Κωνσταντά κι’ Αλέξη αντρειωμένε;
αν είστε εμπρός μου φύγετε κι’ οπίσω μου κρυφτήτε,
τι θόλωσαν τα μάτια, μπροστά μου δε σας βλέπω,
και το σπαθί μου εράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια».
Στο έμπα χίλιους έκοψε - Δ. Σκουρτέλης |