Στα δημοτικά τραγούδια του Γένους μας, έχουν αιωνίως εσωκλειστεί αισθήματα έντονα και αληθινά, θρήνοι μα και επινίκια, πόνος μα και χαρά. Καθάρια αποτυπώνεται μία ψυχοσύνθεση ζυμωμένη από τα βιώματα της Φυλής. Η ανάγνωσή τους και μόνο, δίχως την μουσική τους επένδυση, είναι ικανή να παραμερίσει τους σωρούς των ερειπίων των σημερινών στιχουργών, διά την διάνοιξη των πηγών μιας ευρυτέρας υγιούς και αληθούς μουσικής αναζητήσεως…
Ανάθεμά σε βασιλιά, και τρισανάθεμά σε,
με το κακόν οπό’ καμες, με το κακό που κάνεις.
Στέλνεις, δένεις τους γέροντας, τους πρώτους τους παπάδες,
να μάσεις παιδομάζωμα, να κάμεις γενιτσάρους.
Κλαιν οι γονέοι τα παιδιά και οι αδερφές τα αδέρφια,
κλαίγω κι εγώ και καίγομαι και όσο ζω θα κλαίω,
πέρσι πήραν το γιόκα μου, φέτο τον αδερφό μου.
Ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι, από την περιοχή του Πωγωνίου. Χρονολογείται γύρω στο 1580 , όταν έλαβε χώρα το πρώτο παιδομάζωμα στην περιοχή από τον Μουράτ τον Γ’.
Τώρα το Μάρτη με δροσιές, π ανοίγουν τα λουλούδια,
βουνά μου, μην ανθίσετε, μην ακουστούν τραγούδια,
γιατί ήρθαν χρόνια δύστυχα, καταραμένα χρόνια.
Οι Τούρκοι παίρνουν τα παιδιά , τα ρίχνουν στα χαρέμια.
Βουνά μου, χαμηλώσετε, ανυψωθείτε κάμποι,
και σεις δεσμά της φυλακής, καείτε, γκρεμιστείτε,
και συ, ο αδερφούλης μου, τους Τούρκους να σκοτώνεις,
κι όσους είναι στη φυλακή να τους ελευθερώνεις.
Τραγούδι από το Θεσπρωτικό, όπου ο θρήνος μορφοποιείται σε Εκδίκηση.
Ένας πασιάς κατέβινι απού μέσα ‘που την Πόλη,
μήδι σι χάνι πέζιψι, μήδε σι γιρουντάδιο,
μόν’ πήγε κι ξιπέζιψι στης χήρας του παλάτι.
– Γουργά ψουμί, γουργά κρασί, γουργά καλό προσφάι,
γουργά κι τα πιδάκια σου να γένουν γενιτσάροι.
– Γουργά ψουμί, γουργά κρασί, γουργά καλό προσφάι,
ημείς πιδιά δεν έχουμι να γένουν γενιτσάροι.
– Φερ΄τι της χήρας το πιδί που ‘ νι γραμματισμένου.
Και πάνι κι τους ήφιραν ‘που μέσ’ απ’ τ’ Άγιου Βήμα,
μι τα μαλλάκια ξέπλιγα , μι του χαρτί στα χέρια.
Πααίνει κ’ η μάνα του κουντά , κουντα παρακαλώντα :
- Τι ΄ν΄το κακό που γίνηκι στη μένα τη γκαημένη,
στην πρώτη τη γενιτσαριά πήραν τουν αδιρφό μου,
στη δεύτερη τουν άντρα μου κι τώρα τουν υγιό μου.
Θεσσαλικό τραγούδι, διάλογος Ελληνίδος με Τούρκο στρατολόγο.
- Άσπρε σταυραετέ, πανώρια γερακίνα,
τ’ είδες, τι άκουσες εκεί ψηλά που τρέχεις;
- Θάλασσες πικρές, καράβια βουρκωμένα,
σέρνει ο Τάταρης εννιά αδερφούς
δεμένους σε μίαν άλυσο , σε μια μακριά αλυσίδα.
Να κι η μάνα τους, η μάνα των παιδιώνε :
« Αφέντη Τάταρη κι η αφέντη των παιδιών μου,
χάρισε κι εμέ κανέν’ απ’ τα παιδιά μου,
το γραμματικό, τα φύλλα της καρδιάς μου.»
Τραγούδι από την περιοχή της Επιδαύρου Λιμηράς, γνωστό ως το τραγούδι του «Τάταρη» ( Χάρου), καθώς αποκαλούσαν τον ταχυδρόμο του Σουλτάνου στην περιοχή της Πελλοπονήσου.